Ψιλόβρεχε χθες το μεσημέρι και δεν βγήκα. Είπα να τελειώσω το βιβλίο της καλής μου φίλης και συμπατριώτισσας Ιουλίας Ιωάννου με τίτλο “ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΜΑΤΙΑ” από τις εκδόσεις “ΠΝΟΗ”. Το είχα πάει με μια πνοή ως την σελίδα 208, αλλά μετά το άφησα γιατί έμπλεξα με τα δικά μου.
Χθες όμως ξαναπήρα φόρα. Η αλήθεια είναι ότι με τρομάζουν τα βιβλία με τις 330 και πλέον σελίδες. Ίσως γιατί ξεμάθαμε και λίγο από τα διαβάσματα των βιβλίων, διότι ετούτος ο “διάολος” (το διαδίκτυο) μας έχει πάρει τα μυαλά και τον πολύτιμο χρόνο μας.
Αλλά το γνήσιο και το αυθεντικό βγαίνει τελικά νικητής. Έτσι άφησα στην άκρη όλα, όσα κάνω στο διαδίκτυο, ακόμη και το δικό μου βιβλίο, που το γράφω εδώ και τρία χρόνια, και έπεσα με τα μούτρα στα …μάτια. Στα “ΑΣΗΜΕΝΙΑ ΜΑΤΙΑ” της Ιουλίας, της Αγρινιώτισσας, που γνώρισα προ μηνών εδώ στη Σαλονίκη και την προσφώνησα εκ μέρους πολλών φίλων Αιτωλοακαρνάνων.


Το βιβλίο με είχε συναρπάσει από την αρχή. Δεν μπαίνω στους πειρασμούς αυτών, που το παίζουν βιβλιοκριτικοί, πειραματιζόμενοι συγγραφείς ή αυτοπροβαλλόμενες συγγραφοπερσόνες σε ένθετα εφημερίδων και σε άλλες κουλτουροσελίδες ανά την επικράτεια. Απλά ένιωσα δυνατές συγκινήσεις από το βιβλίο της Ιουλίας και θέλω να τις μεταφέρω εδώ. Δεν κάνω βιβλιοκριτική, αφού μια ζωή ρεπορτάζ και εκπομπές έκανα, σελίδες εφημερίδων έστηνα τις νύχτες και άρθρα για τα εθνικά θέματα και την πολύπαθη χώρα μας έγραφα.
Το γουστάρω λοιπόν αυτό το βιβλίο. Έχει απ΄όλα. Μνήμες από τις τραγωδίες των παιδικών μου χρόνων στα χωριά μας. Απαντήσεις στις αθώες παιδικές απορίες μου για το τι γίνονταν μερικά παιδιά πολύτεκνων οικογενειών , που εξαφανίζονταν με μιας από τις γειτονιές και μετά από χρόνια μαθαίναμε ότι τα έστελναν σε “εύπορες” οικογένειες στην Αθήνα, ως υπηρέτριες τα κορίτσια και ως “ψυχοπαίδια” τα αγόρια. Πόσα δάκρυα δεν έτρεξαν σε νωτισμένους χωματόδρομους και πόσα παραπονεμένα αναφιλητά δεν εξατμίστηκαν στους κρύους αγέρηδες της λησμονιάς. “Αχ, το καμάρι μου” έλεγαν και έκλαιγαν κάτι μαυροφορεμένες γυναίκες, που νόμιζες ότι ήταν γριές, αν και δεν είχαν κλείσει ούτε τα σαράντα. Και το “καμάρι” τους μπορεί να πήγαινε έγκλειστο σε κάποια άκληρη οικογένεια ή να κατέληγε σε ίδρυμα, χάνοντας ταυτότητα, καταγωγή και οικογενειακές ρίζες.

Μερικά τέτοια παιδιά “πρωταγωνιστούν” στην ιστορία της Ιουλίας Ιωάννου σε ένα μυθιστόρημα συναρπαστικής πλοκής με στοιχεία από τις πραγματικές συνθήκες ζωής στα χωριά των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60, με καταγραφή παλιών συνηθειών, περίεργων νοοτροπιών και σκληρών αντιλήψεων, αλλά και με ανάδειξη της κορύφωσης δραμάτων.
Η πρωτότυπη αφήγηση από τους ίδιους τους “ήρωες” με εναλλαγές κατά την ροή της εξιστόρησης, οι συγκεκριμένοι χώροι, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα (Δυτική Ελλάδα: Αγρίνιο, Άρτα, Πρέβεζα, Ιωάννινα, αλλά και Αθήνα, Χαλκίδα), το μυστήριο από τα “σημάδια” του πεπρωμένου μαζί με την αναγωγή σε υπερκόσμιες “νομοτέλειες”, οι ερωτικές κορυφώσεις σε αληθινή – τολμηρή και αισθησιακή απόδοση, χωρίς σεμνοτυφίες και πέρα από συνήθεις περιγραφές σεξουαλικών ταυτίσεων, συνθέτουν έναν κορμό κειμένου – ποταμού με πλούσιο λεξιλόγιο και εξαιρετικό ρυθμό, που σε προδιαθέτει για ξενύχτι.

Τελικά θα έλεγα ότι είναι ένας ύμνος στη δύναμη για ζωή, κόντρα στα δεινά των εποχών, ένα ευαίσθητο τραγούδι για τον αληθινό έρωτα και ένα “τσίμπημα” προβληματισμού για το που πάμε, για το τυχαίο, το μοιραίο, το νομοτελειακό. Όπως και να΄ναι αξίζει τον κόπο να τυλιχτεί κανείς ένα βράδυ στο όνειρο, στο μύθο, στις εικόνες και στα απόκρυφα μυστικά, παίρνοντας και μια γερή δόση από το μοίρασμα βαθιών αισθημάτων.