«… Θα έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια ακόμη για να συνειδητοποιήσει η Μυρτώ αυτό που η μητέρα της είχε ήδη καταλάβει… Πως ο έρωτας την έκανε να νιώθει έτσι και πως αν τα βέλη του έμπλεκαν ποτέ αυτές τις δύο οικογένειες, τα «σ’ αγαπώ» δε θα έβγαιναν τραγουδιστά από τα χείλη τους, αλλά λαβωμένα…»

Θάλεια Ψαρρά, πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας, μας έδωσε τον Νοέμβριο του 2016, το έργο της «Τα λαβωμένα σ’ αγαπώ» , μέσα από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Μίσος και αγάπη, μνησικακία και συγχώρηση, εκδίκηση και λύτρωση, ζωή και θάνατος, αποστροφή και συμπάθεια, αδιαλλαξία και συμβιβαστικότητα είναι λίγα από τα ανάμικτα και αντιφατικά συναισθήματα που βιώνουμε από το αναγνωστικό μας ταξίδι στην πανέμορφη Κρήτη, εκεί όπου και διαδραματίζεται η ιστορία τριών γενεών, των δύο οικογενειών Αρχοντάκηδων και Βενιέρηδων. Δύο οικογενειών που τις ενώνει η ζωή και τις χωρίζει μια «Βεντέτα» .
«… Περισσότερο σημαντικό από την τιμή δεν είναι πράμα! Και όταν σ’ τη θίξουνε, δεν πας να της ξεφύγεις… την κυνηγάς ! Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό!…»
Αριστείδης Αρχοντάκης ο θύτης και Ιάκωβος Βενιέρης το θύμα. Η αρχή μιας βεντέτας, που, έστω και αν το «κακό» έγινε αθέλητα, πυροδότησε το μίσος και την απαρχή μιας βεντέτας. Οι δυο πρωταγωνιστές, γνωρίζοντας το τι μπορεί να ακολουθήσει προσπαθούν να κουμαντάρουν τις φαμίλιες τους και αποφασίζουν οι δυο οικογένειες να ζήσουν στο κτήμα του Αριστείδη. Ο Αριστείδης ήδη έχει χάσει ένα παιδί, ο Ιάκωβος είναι πια παράλυτος. Οι προσπάθειες μιας ειρηνικής συνύπαρξης αρχικά δείχνουν να έχουν αποτελέσματα, μα οι γιοί τους, δεν μπορούν να αποδεχτούν ούτε την αναπηρία του Ιάκωβου, ούτε την κοινή ζωή τους στο ίδιο οικόπεδο. Ο Δρόσος Αρχοντάκης, ένας σκληρός άνθρωπος, ζητά εκδίκηση και αφήνει το μίσος του για τα παιδιά του Ιάκωβου, Νικόλα και Σταύρο να τον κυριεύσει. Τα χρόνια περνούν με μικροεπεισόδια, οι γιοί γίνονται γονείς και η τρίτη γενιά αλλάζει τα δεδομένα, αφού ο έρωτας θα χτυπήσει την πόρτα της καρδιάς τους. Ο Τζάκος, ο γιος του Σταύρου και η Εριφύλη, η κόρη του Δρόσου ερωτεύονται, μια αγάπη κολάσιμη, αξιοκατάκριτη και αδιέξοδη, μια αγάπη, που, στο τέλος του έργου, θα φανεί αν μπορεί να ευδοκιμήσει.
«…Τότε ήταν που κατάλαβε πως την αγάπη δεν αρκεί μόνο να την αισθάνεται κανείς, αλλά πρέπει να τη δείχνει, να τη μοιράζεται…»
Οι ήρωες πολλοί, ζωντανοί και αληθοφανείς, μπλέκουν σε μια ιστορία που, ενώ αρχικά δείχνει ότι το θέμα του βιβλίου είναι συνηθισμένο, η απλή και με αμεσότητα γραφή, η γρήγορη ροή, η καλοδουλεμένη πλοκή και οι διάλογοι με στοιχεία κρητικής διαλέκτου, το κάνουν άξιο να διαβαστεί και να προβληματίσει.
Βεντέτα-αυτοδικία. Τι συμβαίνει όταν κάποιος πιστεύει ότι έχει το δικαίωμα, αυθαίρετα και παρακάμπτοντας την δικαστική οδό, να πάρει τον νόμο στα χέρια του; Όταν το μίσος ριζώνει στις οικογένειες και μπερδεύονται οι θύτες και τα θύματα; Όταν ένας άγραφος νόμος σε μια μικρή και κλειστή κοινωνία, αντίκειται στην λειτουργία της νόμιμης δικαιοσύνης; Όταν το άγραφο δίκιο της εκδίκησης και του θανάτου αέναα συνεχίζεται, αφού φόνοι γίνονται ως αντεκδίκηση για έναν παλαιότερο φόνο; Πόσο τρομακτικό φαινόμενο, αφού η λογική και οι νόμοι δίνουν την θέση τους στον παραλογισμό και την ανομία; Μέσα από το αναγνωστικό ταξίδι του βιβλίου όλα ξεκαθαρίζουν και εύλογα είναι τα συναισθήματα και οι σκέψεις που δημιουργούνται στον αναγνώστη, αφού στα «Λαβωμένα σ’ αγαπώ» θα ζήσουν την εκδίκηση και την αγάπη, θα βιώσουν τον φόβο και θα λυτρωθούν, θα γελάσουν και θα κλάψουν.
«…Με τον θάνατο δεν μπορεί να τα βάλει ο άνθρωπος. Χτυπά όπου θελήσει, διαλύει οικογένειες και κάνει παρελθόν αγάπες και έρωτες… Ο άνθρωπος, όμως, αν τον κυριεύσει το μίσος, γίνεται χειρότερο θηρίο…»
Και ενώ οι πρωταγωνιστές είναι «δυνατοί» χαρακτήρες, κάποιοι δευτεραγωνιστές ξεχωρίζουν πραγματικά. Ο Παπά-Μελέτης, ο μπάρμπα-Μανούσος, η Μυρτώ είναι ήρωες που δεν περνούν απαρατήρητοι, όπως δεν περνά απαρατήρητο το γεγονός, ότι όχι μόνο η θέση της γυναίκας ήταν υποταγμένη, μα και των ίδιων των αντρών μπροστά στον πατέρα-αρχηγό της οικογένειας.
Οι αναγνώστες θα «δουν» και θα «ζήσουν» τα «Λαβωμένα σ’ αγαπώ» και διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, θα δουν να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια τους κάποιες συγκλονιστικές «σκηνές», όπως ο τραυματισμός του Ιάκωβου, τα έθιμα του τόπου, τα «φονικά» που δεν χαρίζονται στο έργο, η έναρξη του πολέμου, μα από όλα αυτά κορυφαία είναι η στιγμή της αναχώρησης των αντρών για τον πόλεμο και τα συγκλονιστικά λόγια του σκληρού και αδυσώπητου Δρόσου, στα παιδιά του Ιάκωβου!
«…Σαν τη θάλασσα είναι και η ζωή… με τσ’ ομορφιές και τσι φουρτούνες της! Αλλού τα νερά της είναι καθρέφτες να τα θωρείς και να ξαποσταίνει η ψυχή σου… κι αλλού γίνονται μαύροι εφιάλτες και προσπαθούν να σε τραβήξουν στον πάτο…»

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
«Μια μαχαιριά κι ένα παρ’ ολίγον φονικό κάνουν τη φλόγα της εκδίκησης να σιγοκαίει ανάμεσα στις οικογένειες των Βενιέρηδων και των Αρχοντάκηδων. Χρόνια μετά, ένας όρκος και ένας χρησμός όρισαν πως το σμίξιμο του Τζάκου Βενιέρη και της Εριφύλης Αρχοντάκη θα σήμαινε την καταστροφή. Η μοίρα, ωστόσο, επιλέγει να μη λογαριάζει φραγμούς. Ο έρωτάς τους ορμά σαν ανεξέλεγκτη θύελλα, για να φουντώσει τη φωτιά της βεντέτας που για χρόνια προσπαθούσαν οι δυο οικογένειες να κρατήσουν σβηστή. Οι δρόμοι του Τζάκου και της Εριφύλης χωρίζουν και τα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά τους ποτίζονται με το αίμα αγαπημένων τους ανθρώπων.
Τι γίνεται όμως όταν η καρδιά επιμένει να χτυπά εκεί όπου της απαγορεύουν;»
Ένα μυθιστόρημα πλημμυρισμένο με το άρωμα των βουνών της Κρήτης του παρελθόντος. Η ιστορία δύο ανθρώπων που για χάρη της αγάπης καλούνται να υπερβούν τον εαυτό τους, για ν’ αντιμετωπίσουν τον αυστηρό κώδικα τιμής που στοιχειώνει τρεις ολόκληρες γενιές.