ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΙΒΑΝΗ

Δύο παράλληλες ιστορίες ξεδιπλώνονται στο συγκλονιστικό αυτό μυθιστόρημα και έρχεται η στιγμή που συνδέονται μεταξύ τους με έντεχνο τρόπο δίνοντας μία μεταφυσική διάσταση.

Η πρώτη είναι η ιστορία του Αλεσάντρο, ενός νέου, πολλά υποσχόμενου ευγενούς, του οποίου το όνομα πρόκειται να γραφτεί στη Χρυσή Βίβλο, το Λίμπρο Ντ’Όρο, λόγω της αριστοκρατικής καταγωγής του. Ο “μαύρος θάνατος” όμως, η πανούκλα, που κτυπάει και αποδεκατίζει τη Γαληνοτάτη το 1346, ανακόπτει την τροχιά της ζωή του και του στερεί αυτό το δικαίωμα, με αποτέλεσμα να αφήσει την τελευταία του πνοή στο νησί Poveglia, στη λιμνοθάλασσα έξω από τη Βενετία.

Η δεύτερη ιστορία, μεταγενέστερη, διαδραματίζεται στο ίδιο αυτό νησί, το οποίο στην αρχή δέχεται έναν μεγάλο αριθμό αρρώστων, μολυσμένων από την επιδημία του 14ου αιώνα, που όμως από το 1922 λειτουργεί ένα νοσηλευτικό ίδρυμα ψυχικά νοσούντων μέχρι τη στιγμή που εγκαταλείπεται, μία δεκαετία περίπου μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε και ερημώνεται.

Κατά τη διάρκεια της μεγάλης κινητικότητας στο νησί, στις αρχές του εικοστού αιώνα, η πλειοψηφία των ψυχιάτρων και των νοσηλευτών δείχνουν απαράμιλλη αυταπάρνηση στο καθήκον με υπεράνθρωπες τις προσπάθειες τους για τη θεραπεία και σωτηρία των ασθενών όταν κάνει την εμφάνιση του ο νέος διευθυντής. Ο νέος αυτός διευθυντής – ιατρός, αποβλέποντας στην επιστημονική του ανέλιξη, καταφεύγει σε απάνθρωπα πειράματα χρησιμοποιώντας αντισυμβατικές, κτηνώδεις μεθόδους “θεραπείας” πάνω στους πονεμένους, ανήμπορους αρρώστους σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Η πλήρης εγκατάλειψη των περισσότερων ασθενών από τους οικείους τους, διευκολύνει το έργο του απαράδεκτου “γιατρού” που ασκεί αδιάλειπτα τη δουλειά του πέρα από τα όρια της ιδεολογίας και της κοινής λογικής.

Το κολαστήριο αυτό των ψυχών δεν δέχεται μόνο τους πραγματικά νοσούντες, αλλά την εποχή εκείνη είναι μία λύση για κάποιους να απαλλαγούν από ανεπιθύμητα, αν και οικεία, πρόσωπα που καθίστανται εμπόδια ποικιλοτρόπως στη ζωή τους. Χαρακτηρίζονται “σοβαρά ασθενείς” με συνοπτικές διαδικασίες και εγκαταλείπονται στη λήθη, όπου σταματάει ο χρόνος. Αποτέλεσμα το νησί να θεωρείται ακόμα και σήμερα “στοιχειωμένο” μετά από μαρτυρίες ότι ακούγονται συνεχώς φωνές των βασανισμένων σωματικά και ψυχικά ανθρώπων – φαντασμάτων που κυκλοφορούν απελπισμένα αναζητώντας λύτρωση.

Η “Παλίρροια” δεν είναι ένα δυστοπικό, καταθλιπτικό μυθιστόρημα. Είναι ένα κοινωνικό, βαθιά ανθρώπινο μυθιστόρημα για χαμένες πανανθρώπινες αξίες και γίνεται τροφή για σκέψη και προβληματισμό με τα δίπολα φως και σκοτάδι, ζωή και θάνατος, ελπίδα και φόβος, το καλό και το κακό να κυριαρχούν, συνοδευόμενα από τον πανταχού παρόντα έρωτα και τα αναρίθμητα ερωτήματα. Ποια είναι η χειρότερη αρρώστια; Εκείνη του σώματος ή του μυαλού; Πώς το παιγνίδι της μοίρας γυρίζει στα χέρια εκείνων που δεν έχουν συναισθηματικούς φραγμούς; Ποιοι είναι οι αστάθμητοι παράγοντες που παίζουν ρόλους και πώς υποστηρίζονται οι μηχανισμοί δράσης; Πώς η κοινωνικοποίηση των οικογενειών της εποχής διαμορφώνει τις σχέσεις των ανθρώπων ακόμα και στο πολύ στενό περιβάλλον; Πόσο εφικτός είναι ο στοχευμένος εγκλεισμός για εκμετάλλευση περιουσίας και κοινωνικής θέσης; Μένουν ατιμώρητες οι ειδεχθείς πράξεις;

Η “Παλίρροια” είναι ένα μυθιστόρημα με μεγάλο ειδικό βάρος που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα γνωστά ξένα λογοτεχνήματα. Το άρτια δομημένο κείμενο θωρακίζεται σταθερά από μία εξαιρετική γραφή με τη δυναμική των λέξεων να αναπαριστά εικόνες και όπου η μυθοπλασία συμπορεύεται με τα απαραίτητα μόνο ιστορικά στοιχεία μέσα σε μία καθ’όλα πρωτότυπη πλοκή με στερεά σκιαγραφημένους χαρακτήρες. Γεφυρώνονται δύο χρονικές περίοδοι σε μία ανασύνθεση μιας ιστορικής πραγματικότητας, που αξιοποιείται επιδέξια και καθηλώνει.

Βαρέθηκα να περιφέρομαι τόσους αιώνες μόνος πάνω στις στάχτες. Θέλω έναν άνθρωπο για να μιλήσω. Να νιώσω ζωντανός ξανά“.
Και τον άφησε να μιλήσει…