Λένε πως ο άνθρωπος είναι ο μοναδικός απο όλα τα πλάσματα του ζωικού βασιλείου που τις
περισσότερες φορές τρώει χωρίς να πεινάει, πίνει χωρίς να διψάει και μιλά χωρίς να έχει κάτι
ουσιαστικό να πει. Λένε πως ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του κι όταν επαναπαυθεί σ’ αυτές,
τίποτα και κανείς δε μπορεί να τον κουνήσει απο το βάθρο της απάθειας, της αδιαφορίας και
της ολοκληρωτικής υποταγής του στο σύστημα που δεν του αφήνει το παραμικρό περιθώριο
για πρωτοβουλία, καταλήγοντας έτσι, φαιδρό εργαλείο των δικών του εργαλείων κι όπως θα
έλεγε και ο άντρας που όπου κι αν ταξιδέψει, η πατρίδα τον πληγώνει, ο άνθρωπος κατήντησε
πραμάτεια.
Το παρθενικό ταξίδι του Κ. Ραυτόπουλου στο θαυμαστό σύμπαν της Γραφής, «Παράλληλες
Τροχιές», των εκδόσεων Φιλύρα, μυεί χωρίς να φλυαρεί, ταρακουνά χωρίς να στοχοποιεί και
παρασύρει χωρίς να κουράζει, όλους όσοι γυρεύουν μεταξύ ραστώνης κι αναλγησίας να δουν
τι απέγινε ο ελληνικός λαός μέσα στο ξέφρενο πανηγύρι της μεταπολίτευσης. Τι έφεραν μαζί
τους οι αλλαγές που άλλωτε ούτε που θα φανταζόμασταν πόσο θα συντελούνταν; Τίποτα δεν
έμεινε ίδιο, παραδοθήκαμε στο Μεγάλο Αδελφό, οι τηλεοθόνες έγιναν παρηγοριά και όπιο για
το λαό, και φυσικά ό,τι προσγειώθηκε μια ωραία πρωία μπροστά μας σε κοινωνικοπολιτικό
και οικονομικό επίπεδο απαιτώντας την αφομοίωσή μας, δεν ήταν το αστέρι της Βηθλεέμ στο
δρόμο για την Ε.Ε, αλλά διάχυτη χρυσόσκονη, που την περάσαμε για σωτηρία, και δεν ήταν
παρά η αρχή μιας καρναβαλικής παρέλασης διασαλευμένων ηθικών αξιών, υλικών αγαθών κι
επίπλαστης ευδαιμονίας. Όμως να που κάτι αντιστάθηκε, κάτι που θα τολμά να αντιστέκεται
στους αιώνες των αιώνων, και δεν είναι άλλο απο τον έρωτα. Το σφοδρό έρωτα που ενδύεται
την ανθρώπινη ψυχή και κυκλοφορεί στους δρόμους ανεμίζοντάς την ως ανοιχτό πουκάμισο
στο κορμί του. Τον έρωτα που ξεκινά απο την Ξάνθη για την Αθήνα κι είναι τόσο τρελός, τόσο
σαρωτικός που θα μπορούσε να περπατά μία μέρα και δεκαεννέα ώρες για να φτάσει ως τον
προορισμό του, αντί να οδηγήσει της καρδιάς το τροχοφόρο και μέσα σε επτά ώρες να λιώσει
απο τον ήλιο της αγάπης.
Σε ένα περιεκτικό και νουνεχές γαϊτανάκι αφηγηματικής ροής, πνευματώδων στιχομυθιών κι
ενδελεχών ψυχογραφημάτων των ηρώων που προβάλλονται αφειδώλευτα πάνω στο μελανό
πανί της διψασμένης αναγνωστικής περιέργειας, ο συγγραφέας μάς συστήνει στο φίλεργο μα
και λιτό λογοτεχνικό του ύφος. Δύο νεαρά ζευγάρια είναι οι πρωταγωνιστές που ακολουθεί ο
αναγνώστης, απο την εφηβεία ως την ενηλικίωση. Άννα και Ανδρέας, ένας έρωτας απο άλλον
πλανήτη, ένας έρωτας που τραυματίστηκε θανάσιμα απο την επανάσταση της Άννας που δεν
διάλεξε την καταλληλότερη στιγμή για να την κάνει. Τόσες ευκαιρίες είχε στο παρελθόν, αλλά
το «ναι» που λέμε στους άλλους, ακόμα κι αν τούτο το «ναι» δεν είναι η ειλικρινής συναίνεσή
μας στα σχέδιά τους, είναι γλυκό. Μας γλιτώνει απο προβληματισμούς, χρόνο, κόπο, περιττές
αποφάσεις που ενδεχομένως παιδέψουν το νου μέχρι να ληφθούν και πάει λέγοντας. Και έτσι
καθείς ζει και πορεύεται με τις επιλογές του. Σωστές ή όχι, αναγκαίες ή μη, όλα θα λυθούν σε
ένα λογοτεχνικό παιγνίδι, όπου η Τερίνα θα αγαπήσει το Σπύρο, κι ο Σπύρος την Τερίνα, αν κι
όπως συμβαίνει πολλές ατυχείς φορές, η σχέση τους θα κλονιστεί συθέμελα απο το μοιραίο
τρίτο πρόσωπο που ακούει και δεν ακούει στο όνομα «Κωνσταντίνα», που είναι και δεν είναι
φίλη της Τερίνας, που μοιάζει και δε μοιάζει αρκετή για να μπει ανάμεσά τους ως άλλο τείχος
του Βερολίνου.
Κι εκεί όπου η αναπάντεχη απιστία κερδίζει πανηγυρικά την κούρσα στου έρωτα την κλίνη,
κάπου στη Θεσσαλονική, κάπου μακριά απο τις μαυλιστικές μελωδίες του «Ανδρέα της», Άννα
και Γιώργος χαράζουν πορεία για ένα ταξίδι που ποτέ δεν υποσχέθηκε ιδιαίτερες συγκινήσεις
στο κορίτσι που ξεγύμνωσαν τα μάτια του φερέλπιδος μουσικού μόλις στα δεκαπέντε της. Κι
εκεί ακριβώς μπαίνει στο προσκήνιο η μελαγχολία κι η πίκρα του χωρισμού, εκεί όλα τα φώτα
για την «Τερινούλα» του Βαλκανιονίκη, σβήνουν. Ποιός άραγε μπορεί να μας πει τι βλέπει και
τι ακούει, και κυρίως τι νιώθει ένα άτομο σε κομματώδη κατάσταση, σε ακούσια εγκεφαλική
αεργία, ένα άτομο που οι άλλοι, γιατροί, συγγενείς και φίλοι, αφήνουν στα χέρια του Θεού για
να γλιτώσει απο την τρικυμία ή να φύγει μες σε μια στιγμή, για το Δημιουργό του; Είναι ικανή
η αγάπη με την ύστατη ικεσία της να το φέρει πίσω λίγο πριν βασιλέψει; Είναι δυνατόν αυτή
να αναλάβει τον έλεγχο του πεπρωμένου του πριν βρεθεί κάποιος άλλος να το κάνει για δικό
του λογαριασμό;
Μέσα σε ένα μυθιστόρημα με φόντο την ελληνική ψυχή, τη συνεχή θαλερότητα της μάνας γης
του Ομήρου, εκεί όπου τα golden boys των Ιδεολόγων πλαστογραφούν το μέλλον, εκεί όπου ο
χρόνος δίνει απαντήσεις πριν ακόμα τού τεθούν ερωτήσεις, εκεί αναγεννάται η ελπίδα. Ναι, η
ελπίδα που μυρίζει λεμονανθό και γαζία. Αυτή που ξεπετάγεται μες στην άνοιξη κι αν η ματιά
είναι στραμμένη στα προβλήματα, δεν έχει παρά να τους δώσει το απαραίτητο συγχωροχάρτι
και να ξεκινήσει πάλι απο την αρχή. Αυτή που κινείται σε παράλληλη τροχιά με την ευτυχία κι
όταν μόνο απαντήσουν η μία την άλλη, ο άνθρωπος μαθαίνει να ζει και παύει να αρνείται ό,τι
πραγματικά είναι.

14171951_10207506427324120_442492942_n