Η Κορτέσα είναι η γιαγιά της ιστορίας μας. Έχει δύο παιδιά, τον Δημήτρη που μένει μόνιμα στην Ολλανδία έχοντας δημιουργήσει εκεί την οικογένειά του με τη Χέλεν και τη Μαρία που είναι παντρεμένη με τον Θέμη, έχουν τρία παιδιά την Αλεξάνδρα, τον Γιάννη και τον Ηλία και μένουν μαζί με τη γιαγιά.
Η Μαρία είναι ζηλιάρα και κακότροπη και με κάθε ευκαιρία μαλώνει με τη μητέρα της που φροντίζει για τα παιδιά αλλά και για το νοικοκυριό, ενόσω η κόρη δουλεύει αρκετές ώρες την ημέρα.
Η γιαγιά υπεραγαπάει τα εγγόνια της, μα πιο πολύ τον μικρό Ηλία, που της θυμίζει τον γιο της. Τα κανακεύει, τα κακομαθαίνει με το χαρτζιλίκι που τους δίνει, τα προσέχει και πολύ συχνά τα αγκαλιάζει και τους λέει παραμύθια. Μια γιαγιά παραμυθού που στα μάτια των μικρών ζωγραφίζεται η αγωνία, η αγαλλίαση και η επιθυμία για τη συνέχεια των παραμυθιών που έχουν ακούσει πολλές – πολλές φορές, μα ποτέ δε βαριούνται.


Η πένα της Ζωρζ Σαρή, θα μας παρασύρει και θα γίνουμε νοερά μέλη της ιστορίας και πλάι στην Κορτέσα θα πονέσουμε, θα αγαπήσουμε, θα νιώσουμε θλίψη και απογοήτευση και θα αναζητήσουμε απάνεμο λιμάνι στις αθώες αγκαλιές εκείνων που απλόχερα και χωρίς αναστολές μπορούν να μας προσφέρουν.
Θα διαβάσουμε για το παραμύθι του δράκου με τις επτά ουρές, την πρόταση του γιου για την Ολλανδία με σκοπό να βοηθηθεί στο νέο του εγχείρημα, τον τσακωμό με τη μονοφαγού Μαρία αλλά και τη θλίψη του μικρού Ηλία για τον πιθανό χαμό της Κορτέσας του.
Η ιστορία εμπλουτίζεται με ανάμεικτα συναισθήματα, η συνέχεια προμηνύει θύελλες αλλά πριν βιαστείτε να βγάλετε τα συμπεράσματά σας, θα σας πρότεινα να ολοκληρώσετε την ανάγνωση γιατί οι σελίδες που θα ακολουθήσουν, είναι ανατρεπτικές και άκρως συγκινησιακές.
Το κομπόδεμα κρυμμένο πίσω από το εικονοστάσι που έκανε φτερά, μια ηλεκτροπληξία, ένας μικρός και άκακος κλέφτης, η βόλτα του Ηλία στην μεγάλη πόλη με τη γιαγιά και οι νέες παραστάσεις που τον εξέπληξαν, μια εκδρομή στις Θερμοπύλες, ένα αναπάντεχο νέο από τα ξένα που σαρώνει στο πέρασμά του, οι κακουχίες που βιώνουν οι πανταχού μετανάστες και τα καφενεία Α και Β κατηγορίας, δεν αφήνουν κανέναν ασυγκίνητο.
Ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, θα μάθουμε για τη νονά που υπεραγαπάει τον βαφτισιμιό της, για μια μάνα που πενθεί για το παιδί της, που μαλλιοτραβιέται και καίνε τα σωθικά της από θάνατο και για τα δυο πουκάμισα που έμειναν μετέωρα σε μια άδεια και παγωμένη κάμαρη που πλέον δεν έχουν παραλήπτη.

Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση που μου κίνησε το ενδιαφέρον για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο της Ζωρζ Σαρή, βιογραφικό της οποίας θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
η αγάπη κάνει θαύματα

Η αυλαία θα κλείσει με παραμύθια, τη Χιονάτη, την Πεντάμορφη του δάσους και τη δίκη των ζώων με δικαστή τη σοφή κουκουβάγια που έχουν τόσο διδακτικό όσο και αλληγορικό χαρακτήρα.

Κρίμα κι άδικο λοιπόν, ένα βιβλίο που λάτρεψα όπως τα περισσότερα της Ζωρζ Σαρή, ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί τόσο από μικρούς όσο και από μεγάλους, ένα βιβλίο που υμνεί την μητρική αγάπη, την ανιδιοτελή παιδική ψυχή και τον άσβεστο πόνο μιας μάνας που χάνει το παιδί της…

Η Ζωρζ Σαρή γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1923 στην Αθήνα από Γαλλίδα μητέρα και Έλληνα πατέρα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής άρχισε να φοιτά στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη. Αργότερα, στο Παρίσι, συνέχισε να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στη σχολή του Σαρλ Νιτλέν. Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου συνέχισε να παίζει στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Η συγγραφική της καριέρα άρχισε το 1969 με το “Θησαυρό της Βαγίας”, ένα μυθιστόρημα που ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά της και τους φίλους τους και το οποίο είχε και εξακολουθεί να έχει μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Από το 1969 είχε γράψει μυθιστορήματα για παιδιά και εφήβους, νουβέλες, θεατρικά παιδικά έργα και ιστορίες για μικρά παιδιά. Επίσης στο ενεργητικό της έχει δεκατέσσερις μεταφράσεις μυθιστορημάτων από τα γαλλικά. Όλα τα βιβλία της έχουν κάνει αρκετές επανεκδόσεις και μερικά από αυτά έχουν βραβευτεί. Το 1994 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου καθώς και από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, ο οποίος τη βράβευσε ξανά το 1999. Επίσης το 1988 προτάθηκε για το βραβείο Χ.Κ. Άντερσεν. Έφυγε από τη ζωή στα 87 της χρόνια, στις 9 Ιουνίου 2012.
Με την ευκαιρία της επανέκδοσης της συλλογής διηγημάτων με τίτλο «Η αντιπαροχή» η Μάρω Δούκα γράφει: «Η Ζωρζ Σαρή δεν χρειάζεται συστάσεις. Από τα χρόνια της εφηβείας δυναμική, μαχόμενη, ευφάνταστη. Σταθμός στη σύγχρονη παιδική και νεανική λογοτεχνία. Με το γλαφυρό ύφος, τον πειστικό, άμεσο, στοχαστικό λόγο της. Γενιές και γενιές γαλουχήθηκαν με τα μυθιστορήματά της. Χιλιάδες μαθητές στερέωσαν μέσα από τα βιβλία της, μαζί με τα πρώτα τους γράμματα, τη σχέση τους με την ιστορία και τον κόσμο. Έμαθαν ποιος είναι ο πόλεμος, ποια η ειρήνη. Πώς εννοείται ο αγώνας για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη χαρά της ζωής. Τι σημαίνει πίστη στον άνθρωπο και τις διαχρονικές αξίες του. Από το πρώτο της μυθιστόρημα “Ο Θησαυρός της Βαγίας” (1969) και έως το “Γράμμα από την Οδησσό” (2005), αυτοβιογραφούμενη πάντα η Ζωρζ Σαρή μεταποιεί τις εμπειρίες και τα βιώματά της σε μυθοπλαστικές αφηγήσεις ικανές να συναρπάσουν μικρούς και μεγάλους. Με την ειλικρίνεια, το χιούμορ, την ευθύτητα απέναντι στη ζωή, παιδαγωγός χωρίς διδακτισμό, στην υπηρεσία του πραγματικού, του καθημερινού, του ανθρώπινου.»
Ακόμα και όσοι δεν γνώρισαν από κοντά την ίδια, μπορούν πάντα να τη συναντήσουν μέσα από τα μυθιστορήματά της. Όπως εδώ, σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το «Όταν ο ήλιος»: «Η Ζωή θέλει να την αγαπάνε. Να την αγαπάνε χωρίς παζαρέματα, πολύ και αλογάριαστα. Μικρή κατάλαβε πως για να τα καταφέρει, έπρεπε πρώτα ν΄ αγαπήσει αυτή τους ανθρώπους ή τουλάχιστον να κάνει πως τους αγαπά… Αγαπούσε όπως πεινούσε, όπως διψούσε, όπως πονούσε, όπως γελούσε. Το δίχτυ της Ζωής ήταν σοφά πλεγμένο. Είχε κι άλλες κλωστές πολύ γερές. Άνοιγε τις χούφτες της και σκόρπιζε το παιδικό της βιος. Χάριζε τα βιβλία της, τα μολύβια της, τις πέννες της, τις ζωγραφιές της, τα παιχνίδια της. Κρυφά από τους δικούς της χάρισε το χρυσό σταυρό της, το δαχτυλιδάκια της, μια παλιά καρφίτσα της γιαγιάς. Έψαχνε στα συρτάρια, κάτι να βρει ακόμα, να το χαρίσει κι αυτό, να γίνει ένας παραπανίσιος κρίκος στην αλυσίδα που θα την έδενε με τους ανθρώπους. Αγωνιζόταν. Η λαχτάρα της γινόταν ορμητικό ποτάμι και παράσερνε τα εμπόδια. Όχι, όχι δεν ήτανε παιχνίδι. Ήταν αγωνία. Παιδιάστικη αγωνία. Η μητέρα το ‘χε καταλάβει και της παραστεκότανε χωρίς πολλά λόγια. Ένιωθε τη μοναξιά που τρόμαζε το παιδί της, ίσως γιατί την ήξερε, τη φοβόταν. Έλεγε στη Ζωή: “Να εμπιστεύεσαι τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είσαι ‘συ».

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.