Εκδόσεις Καστανιώτη
Μετφρ: Αθηνά Ψυλλιά

«Το βραβείο απονέμεται στον Ζοζέ Σαραμάγκου, ο οποίος με φανταστικές αλληγορίες, με συναίσθημα και ειρωνεία, κάνει πάντα κατανοητό το μέρος της πραγματικότητας που μας διαφεύγει».
Αυτή ήταν η δήλωση της Σουηδικής Ακαδημίας όταν στις 8 Οκτωβρίου 1998 απένειμε το Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Ζοζέ Σαραμάγκου, έναν από τους πλέον διάσημους συγγραφείς της Πορτογαλίας, για το μυθιστόρημα “Περί Τυφλότητος” (1995).

Πρόκειται για ένα συναρπαστικό βιβλίο αλληγορίας το οποίο αφηγείται την ιστορία μίας γενικευμένης επιδημίας τύφλωσης που ξέσπασε σε τόπο και χρόνο που δεν καθορίζονται καθώς και τις ατομικές και συλλογικές συνέπειές της στον κοινωνικό ιστό.

◾<<Αν μπορείς να κοιτάξεις, δες. Αν μπορείς να δεις, παρατήρησε.>>

Το μυθιστόρημα αρχίζει με μία σκηνή δρόμου όπου σε ένα φανάρι σχηματίζεται μία σειρά εκνευρισμένων οδηγών καθώς ο πρώτος δεν προχωράει ενώ έχει ανάψει πράσινο. Σχεδόν αμέσως αποδεικνύεται ότι ο άνθρωπος έχει τυφλωθεί και είναι μόνο η αρχή… Σε σύντομο χρονικό διάστημα η “λευκή τύφλωση” (ασυνήθιστη μορφή τύφλωσης καθώς δεν είναι μαύρο το οπτικό πεδίο αλλά εκτυφλωτικά λευκό) αρχίζει να εξαπλώνεται με γεωμετρική πρόοδο, αρχής γενομένης από όσους ήρθαν σε επαφή με το πρώτο κρούσμα.
Τις επόμενες ώρες ενημερώνεται και κινητοποιείται ο κυβερνητικός μηχανισμός επιλέγοντας να θέσει σε καραντίνα τους πρώτους-λίγους ασθενείς σε ένα εγκαταλελειμμένο ψυχιατρικό ίδρυμα σε μία προσπάθεια να αναχαιτίσει την εξάπλωση της μεταδοτικής νόσου αγνώστου αιτιολογίας. Η δομή θυμίζει στρατόπεδο συγκέντρωσης με στρατιωτική φύλαξη και επιτήρηση η οποία όμως χαλαρώνει και σχεδόν εγκαταλείπεται όταν η επιδημία γίνεται ανεξέλεγκτη.
Τις επόμενες ημέρες η κατάσταση ξεφεύγει από τα όρια της δομής των διακοσίων και πλέον ατόμων αφού η τύφλωση έχει μολύνει όλο τον πληθυσμό και αρχίζουν να εμφανίζονται δυσάρεστα φαινόμενα εκμετάλλευσης των αδύναμων από τους δυνατούς και ξεσπούν εκδηλώσεις βίας που περιλαμβάνουν συμπλοκές για την διεκδίκηση τροφής, βιασμούς, ακόμη και δολοφονίες. Ο φόβος, η σύγχυση, η αδυναμία προσανατολισμού και η έλλειψη τροφής κυριεύουν τους ανίσχυρους τρόφιμους δίνοντας χώρο στα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα να εκδηλωθούν, με αποτέλεσμα κάποιοι να φτάσουν μέχρι και στο έγκλημα.


Παράλληλα ο αναγνώστης ενημερώνεται για την κατάρρευση των κρατικών δομών, την διακοπή παροχής των βασικών αγαθών όπως φροντίδα υγείας, τρόφιμα, ηλεκτρικό ρεύμα, φωταέριο και νερό αλλά και την διαφορετική διαχείριση της συνείδησης και της ηθικής των ανθρώπων καθώς κανείς δεν βλέπει κανέναν, άρα όλοι νιώθουν ελεύθεροι.
Ωστόσο, ένας από τους έγκλειστους είναι η σύζυγος του τυφλού οφθαλμίατρου – τι ειρωνεία – που δέχτηκε στο ιατρείο του το πρώτο κρούσμα και η οποία ακολούθησε τον σύζυγό της στο ίδρυμα υποκρινόμενη ότι τυφλώθηκε ενώ βλέπει κανονικά, γεγονός που παραμένει μυστικό και αποκαλύπτεται μόνο προς το τέλος του μυθιστορήματος.
Η συγκεκριμένη γυναίκα διατηρεί παραδόξως την οπτική της ικανότητα και λειτουργεί στην πλοκή ως η καθαρή ματιά στον ζοφερό κόσμο των τυφλών, στοιχείο που της δίνει ηθικό και πρακτικό πλεονέκτημα.
Ο συγγραφέας από την πλευρά του την χρησιμοποιεί καθώς του δίνει τη δυνατότητα να αναλύσει συγκριτικά τις δυνατότητες τύφλωσης και όρασης όχι μόνο στο πρακτικό αλλά κυρίως στο ηθικό επίπεδο καθώς η συγκεκριμένη ηρωίδα λειτουργεί παρηγορητικά, υποστηρικτικά και με οργανωτική ικανότητα, με ευφυΐα και ενσυναίσθηση διατηρώντας ζωντανή την ελπίδα, κάτι που βοηθάει στην επιβίωση των “φυλακισμένων”, αλλά και στη συνειδητοποίηση της “κρυστάλλινης” αλήθειας ότι τίποτα στον κόσμο δεν τους ανήκε…


Κανείς από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος δεν έχει όνομα με απόφαση του συγγραφέα, αφού σε έναν κόσμο τυφλών αξία έχει μόνο η ομιλία και το ηχόχρωμα της φωνής.
Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα δυστοπίας ο αναγνώστης αισθάνεται επίσης αποπροσανατολισμένος και δίνει δικές του μορφές στους ήρωες καθοδηγούμενος από κάποια χαρακτηριστικά τους που προκύπτουν από την ιδιότητά τους και από τυχαίες περιγραφές όπως “η γυναίκα του γιατρού”, “το κορίτσι με τα σκούρα γυαλιά”, “ο βοηθός φαρμακοποιού”, “ο πρώτος τυφλός”…
Όσο συναρπαστικό κι αν είναι το μυθιστόρημα, δεν πρόκειται για ένα ευχάριστο, εύκολο ανάγνωσμα καθώς περιγράφει σκηνές πανικού, τρόμου, βιασμών και ανυπόφορου ρυπαρού και δυσώδους περιβάλλοντος χωρίς οικονομία ή και απόκρυψη των εκφραστικών μέσων.
Με δεδομένο επίσης το γνωστό στυλ γραφής του Σαραμάγκου – λείπουν παντελώς τα σημεία στίξης που καθορίζουν τους διαλόγους, το ύφος και τις νέες προτάσεις – με τις μεγάλες περιόδους της δυνατής και παραστατικής αφήγησης, η ανάγνωση οδηγείται σε αγωνιώδη και ασφυκτικό ρυθμό.
Κανένα από τα παραπάνω στοιχεία όμως δεν μπορεί να απομειώσει τη γοητεία του ρεαλισμού και του στοχαστικού, ποιητικού αλλά και σαρκαστικού ύφους γραφής, καθώς μας παροτρύνει να “δούμε” όλα όσα μας ξεφεύγουν καθημερινά… γιατί στον τυφλό κόσμο του Σαραμάγκου δεν είναι όλα πεσιμιστικά, καθώς μέσα από τις κακοφορμισμένες σκηνές ξεπηδούν φωτεινές μορφές και σκέψεις ελπίδας..
Συμπερασματικά πρόκειται για ευφυέστατο, αριστουργηματικό βιβλίο που στόχο έχει να προβληματίσει…

◾<< Οι τυφλοί είχαν γλιτώσει από την καταθλιπτική μελαγχολία που προκαλούν οι ατμοσφαιρικές αλλαγές, ήλιος, συννεφιά…>>

Αλήθεια, <<πόσοι τυφλοί φτιάχνουν μία τυφλότητα; Σε έναν κόσμο τυφλών, τι θα έκανες αν έβλεπες;>>