Συγγραφέας του βιβλίου «Γεράκια στο κλουβί» – Εκδόσεις «Bell»

Με το νέο της βιβλίο η Κωνσταντίνα Μόσχου μας παίρνει μαζί της στο ταξίδι για την Αυστραλία, τότε που την αποκαλούσαν «άγνωστη νέα γη» και οι άνθρωποι που την κατοικούσαν ήταν κατάδικοι. Στο καράβι προς τη μακρινή ήπειρο γνωρίζουμε την ηρωίδα της Καρμέλα Μπουχάγιαρ, τη μοναδική γυναίκα κατάδικο αλλά και επτά Έλληνες. Από τη συνομιλία μας για το Vivlio-life μαθαίνουμε από τη συγγραφέα κάτι πολύ ενδιαφέρον. Πως πράγματι έχουν καταγραφεί ως κατάδικοι Έλληνες με την κατηγορία, μάλιστα, της πειρατείας! «Πρόκειται για τους εφτά ναυτικούς της σκούνας Ηρακλής που απέσπασαν λεία από αγγλικό πλοίο εφοδιασμού της Αλεξάνδρειας, λίγο μετά τη λύση του αποκλεισμού της από ελληνικά πλοία. Ο ισχυρισμός ότι η επίθεση έγινε υψώνοντας την ελληνική σημαία, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αντικρούστηκε από τον κατήγορο επειδή το ελληνικό κράτος δεν είχε ακόμα νόμιμη υπόσταση. Αυτοί οι ναυτικοί καταδικάστηκαν για πειρατεία και εξορίστηκαν στην Αυστραλία, αποτελώντας τους πρώτους Έλληνες που αποίκησαν τη νέα ήπειρο».

  • Με το νέο σας μυθιστόρημα επιβιβαζόμαστε στο βρετανικό ιστιοφόρο Νόρφοκ με προορισμό την Αυστραλία. Δεν είναι τόπος αναψυχής αλλά τόπος εξορίας. Ποιες οι συνθήκες κράτησης στη μακρινή ήπειρο;
    Η εξορία είναι πάντοτε πικρή. Η νέα αυτή ήπειρος ήταν ένας τόπος αφιλόξενος, πόσω μάλλον για τους ανθρώπους που έφτασαν εκεί καταναγκαστικά. Οι κατάδικοι έπρεπε να οικοδομήσουν με σκληρό μόχθο τη νέα αποικία, χωρίς αμοιβή και με σκληρές συνθήκες. Εξίσου δύσκολο ήταν και το ταξίδι για να φτάσουν ως εκεί. Ολόκληρο το βιβλίο περιγράφει ένα τέτοιο ταξίδι, και η πλοκή του είναι πάνω στο καράβι.
  • Τι γνώριζε ο υπόλοιπος κόσμος για την Αυστραλία στις αρχές του 19ου αιώνα;
    Ήταν η «άγνωστη νέα γη». Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, την κατοικούσαν αυτόχθονες, οι Αβορίγινες, τους οποίους οι άποικοι προσπάθησαν να εκπολιτίσουν με βίαιο τρόπο. Έτσι, μόνο τυχοδιώκτες και κατάδικοι θα μπορούσαν να είναι οι πρώτοι κάτοικοι αυτής της άγονης γης, αυτό ήταν το γενικό κλίμα της εποχής.
  • Ποιο είναι το ιστορικό πλαίσιο γύρω από το 1829, χρονολογία που ξεκινά η ιστορία σας;
    Βρισκόμαστε σε μια εποχή ανακαλύψεων και ραγδαίων αλλαγών. Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας και τη συγκέντρωση του πληθυσμού σε μεγάλες πόλεις, το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί η εγκληματικότητα. Οι Βρετανοί εξαντλούν κάθε αυστηρό μέτρο για την πάταξή της, και ένας τρόπος αποσυμφόρησης των φυλακών είναι η εξορία των καταδικασμένων στη νέα ήπειρο. Αυτά τα δεδομένα έδωσαν την αφορμή για την αφήγησή μου στο βιβλίο, με κεντρικό θέμα το αληθινό γεγονός της μεταφοράς 201 καταδίκων στην Αυστραλία, μεταξύ των οποίων είναι και επτά Έλληνες που καταδικάστηκαν για πειρατεία.
  • Στοιβαγμένοι στ’ αμπάρια του δεκάδες κατάδικοι. Σε ποια αδικήματα επιβαλλόταν η συγκεκριμένη τιμωρία την εποχή που πραγματεύεστε;
    Η τιμωρία που επιβαλλόταν ήταν πολύ αυστηρή ακόμα και για μικροπαραπτώματα. Έτσι, υπήρχαν μικροαπατεώνες που πλήρωναν την απερισκεψία τους με εξορία, δίπλα σε πειρατές και στυγερούς εγκληματίες. Το κόνσεπτ ήταν να αδειάσουν οι φυλακές της Βρετανίας και να συγκεντρώσουν δυνατούς άντρες καταδίκους για να χτίσουν την καινούργια αποικία.
  • Ανάμεσά τους η Καρμέλα Μπουχάγιαρ. Η μοναδική γυναίκα κατάδικος. Ποιο είναι το αμάρτημά της και πόσο συχνό φαινόμενο ήταν να στέλνονται στην εξορία γυναίκες;
    Το αμάρτημά της Καρμέλα ήταν η κλοπή αντικειμένων από το σπίτι του αφεντικού της, δικαστή Γιάκομπους Καλέια. Γνωρίζω ότι δεν ήταν συχνό φαινόμενο να στέλνονται στην εξορία γυναίκες μαζί με άντρες. Υπάρχουν όμως αναφορές για μεταφορές γυναικών καταδίκων στην εξορία, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως πόρνες από τους άντρες της νέας ηπείρου. Δεν ήθελα να επιφυλάξω αυτή τη δυσάρεστη εκδοχή για την ηρωίδα μου, και γι’ αυτό επέλεξα στην μυθοπλασία να υπάρχει ένας καταλυτικός χαρακτήρας δίπλα της.
  • Αυτό που σίγουρα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η συμμετοχή στο ταξίδι επτά Ελλήνων. Υπάρχουν, πράγματι, στοιχεία για συμμετοχή Ελλήνων σε ταξίδια χωρίς γυρισμό;
    Υπάρχουν στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες της εποχής, όπως για παράδειγμα για τους επτά Έλληνες ναυτικούς που αναφέρονται στο βιβλίο, αλλά και πολλές ενδιαφέρουσες και γοητευτικές ιστορίες για τους πρώτους Έλληνες της Αυστραλίας. Τα υπερπόντια ταξίδια ήταν πολλές φορές χωρίς γυρισμό, αφού οι Έλληνες που πήγαν εκεί, είτε καταναγκαστικά είτε ως μετανάστες, ξεκίνησαν μια καινούργια ζωή και στέριωσαν. Κάποιοι έδωσαν το στίγμα τους με τη δράση τους και την ανθρωπιά τους, όπως η Ζακυνθινής καταγωγής Διαμαντίνα Ρώμα Μπάουεν (19ος αι.), της οποίας το όνομα δόθηκε προς τιμήν σε πολλές τοποθεσίες της Αυστραλίας.
  • Έλληνες πειρατές; Σε πόσο ενδιαφέρουσες πληροφορίες φθάσατε αναζητώντας στοιχεία και με την ιδιότητα της δημοσιογράφου;
    Προσπάθησα να χρησιμοποιήσω μόνο όσες πληροφορίες ήταν απαραίτητες για να μη διακόπτεται η ροή της πλοκής. Πάντως, ανεξάρτητα από την εικόνα που έχουμε για την πειρατεία, που είναι μια πράξη καταδικαστέα και ακραίας βίας, ψάχνοντας στην ιστορία ανακάλυψα με έκπληξη πως πολλοί Έλληνες πειρατές πολέμησαν για την ανεξαρτησία της χώρας. Σε μια στιχομυθία ανάμεσα σε δύο κεντρικούς χαρακτήρες στο βιβλίο, γίνεται μάλιστα αναφορά στη διαφορά ανάμεσα στον κουρσάρο και στον πειρατή: ο μεν πολεμά για την πατρίδα του, ο δε για προσωπικό του όφελος.
  • Πίσω από το μυθιστόρημά σας, στο οποίο ιστορία και μυθιστοριογραφία μπλέκουν ευχάριστα, υπάρχουν και οι αληθινοί Έλληνες που βρέθηκαν στην Αυστραλία ως κατάδικοι. Τι γνωρίζετε γι αυτούς;
    Πρόκειται για τους εφτά ναυτικούς της σκούνας Ηρακλής που απέσπασαν λεία από αγγλικό πλοίο εφοδιασμού της Αλεξάνδρειας, λίγο μετά τη λύση του αποκλεισμού της από ελληνικά πλοία. Ο ισχυρισμός ότι η επίθεση έγινε υψώνοντας την ελληνική σημαία, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, αντικρούστηκε από τον κατήγορο επειδή το ελληνικό κράτος δεν είχε ακόμα νόμιμη υπόσταση. Αυτοί οι ναυτικοί καταδικάστηκαν για πειρατεία και εξορίστηκαν στην Αυστραλία, αποτελώντας τους πρώτους Έλληνες που αποίκησαν τη νέα ήπειρο.
  • Παρομοιάζετε τους κατάδικους με γεράκια κάτι που επιβεβαιώνει και ο πετυχημένος τίτλος του βιβλίου. Έχουμε στο μυαλό μας το γεράκι ως ένα δυνατό αρπακτικό. Είναι αυτό το χαρακτηριστικό που σας οδήγησε στην επιλογή της λέξης;
    Υπάρχει βέβαια ένας συμβολισμός στον τίτλο. Τα γεράκια του βιβλίου δεν είναι μόνο οι κατάδικοι, που είναι όντως άρπαγες και έχουν καταδικαστεί για αυτό. Γνωρίζουμε ότι το γεράκι είναι ένα είδος που δεν μπορεί να επιβιώσει σε κλουβιά, χτυπά τα φτερά του από την απελπισία του και τα τσακίζει. Γεράκια λοιπόν είναι όλοι οι επιβάτες του πλοίου, φυλακισμένοι όλοι πάνω σε ένα καράβι, χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο για μήνες. Παρόμοια, και οι άνθρωποι που είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους ή στον εαυτό τους, σε εποχές όπως η σημερινή.
  • Αλεξάντερ Γκρέιγκ. Είναι ο καπετάνιος του Νόρφοκ και βασικός σας ήρωας. Μιλήστε μας για την ιδιαίτερη αυτή προσωπικότητα.
    Υπήρξε όντως ο καπετάνιος του Νόρφοκ στο συγκεκριμένο ταξίδι. Η προσωπικότητά του όμως είναι μέρος της μυθοπλασίας. Ο Γκρέικ διαφέρει από τους ανθρώπους του πληρώματός του και τους υπόλοιπους επιβάτες. Είναι έξυπνος, καλλιεργημένος, σταθερός, με χαλύβδινο χαρακτήρα, ικανός να αντεπεξέλθει σε δύσκολες συνθήκες, επιβλητικός, εμπνέει τον σεβασμό μέσα από τη φυσική του ευγένεια, εκ διαμέτρου αντίθετος από τους σκληροτράχηλους άντρες που επιβαίνουν στο καράβι. Κυρίως έχει ανθρωπιά και στέκεται στο πλευρό της ηρωίδας, είναι ένας τζέντλεμαν και δεν θα την άφηνε έρμαιο στις ορέξεις των ανδρών του καραβιού.
  • Γράφετε πως ο Γκρέιγκ ήταν ο καταλληλότερος κυβερνήτης γι’ αυτά τα ταξίδια. Ο λόγος;
    Ο Γκρέιγκ είναι ένας θαλασσοπόρος της εποχής. Με το Νόρφοκ έχει πλεύσει αρκετές φορές προς τη νέα ήπειρο και άρα γνωρίζει τις θάλασσες, έτσι ώστε καταφέρνει να φτάνει τάχιστα στον προορισμό του. Στο συγκεκριμένο ταξίδι ξέρουμε ότι έσπασε το ρεκόρ πλεύσης με ιστιοφόρο. Το κυριότερο είναι ότι αγαπά το Νόρφοκ, είναι ένα κομμάτι του εαυτού του, και πονά γνωρίζοντας ότι ενώ ξεκίνησε ως σκάφος αναψυχής (σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία), στο τέλος κατέληξε να γίνει καράβι εξορίας. Το βιβλίο τελειώνει χωρίς να εγκαταλείπει ο καπετάνιος το καράβι του, με μια νύξη ότι ίσως κάποτε να κάνει την υπέρβασή του, χάρη στα συναισθήματά του.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Ενενήντα έξι μέρες στη θάλασσα. Θα αντέξουν μόνο οι δυνατοί.
Καλοκαίρι του 1829. Για μέρες και νύχτες, το βρετανικό ιστιοφόρο Νόρφοκ ταξιδεύει σε ωκεανούς έχοντας στοιβαγμένους στ’ αμπάρια του κατάδικους, με ρότα για την Αυστραλία, τόπο της εξορίας τους. Αρκεί όμως μια σπίθα για να ανατραπούν οι ισορροπίες. Και κάποιοι ίσως να μη φτάσουν στον προορισμό τους. Τα ερωτήματα πολλά. Οι κίνδυνοι ακόμα περισσότεροι.
Η μοναδική γυναίκα κατάδικος πάνω στο καράβι, η Καρμέλα Μπουχάγιαρ, γνωρίζει πως η λύση του αινίγματος -και το εισιτήριο για την επιβίωσή της- βρίσκεται στο δεύτερο αμπάρι. Εκεί που κρατούνται οι καταδικασμένοι για πειρατεία Έλληνες…
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα μυστηρίου, βασισμένο σε ιστορικό γεγονός. Ένα βιβλίο για τις αντιθέσεις: πόλεμος και ειρήνη, φωτιά και θάλασσα, αρσενικό και θηλυκό. Για ενενήντα έξι μέρες, ώσπου να πιάσουν λιμάνι.

Βιογραφικό
Η Κωνσταντίνα Μόσχου γεννήθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε στον έντυπο καθημερινό και περιοδικό Τύπο, και από το 2008 συμμετέχει σε πολιτιστικές δράσεις για το βιβλίο. Έχουν δημοσιευθεί και κυκλοφορούν, σε ατομικές και συλλογικές εκδόσεις, οι εξής τίτλοι βιβλίων της: Ο Θησαυρός του Ποσειδώνα (2008), Αγάπησα τον Δολοφόνο μου (2011), Η Πόλη της Υδράηρας (2012), Όλα για τη Ζωή μου (2013), Ο Τόπος πρόδωσε τον Ένοχο (2014), Όσο υπάρχει Ανατολή (2014), Θρύλοι του Σύμπαντος IV (2015), Λέμον Πάι (2018), Σταχτόνερο (2019) και Οι Κυρίες με τα τιρκουάζ (2020).