Συλλογή διηγημάτων Ιστορίες της ερευνήτριας Νίνας Σίγμα– Εκδόσεις Κέδρος

Κάθε συνέντευξη με συγγραφέα έχει την ομορφιά της αλλά και τη δυσκολία της, επειδή πίσω από κάθε τίτλο σε περιμένουν διαφορετικοί ήρωες για να σε πάρουν στον κόσμο που επέλεξε ο δημιουργός τους. Η συνομιλία με την Μαρία Σεβαστιάδου είχε για μένα ένα άγχος επιπλέον, επειδή είναι επιμελήτρια των δυο πρώτων μου βιβλίων. Από εκείνη έμαθα μεταξύ πολλών και σημαντικών, πως αδελφή είναι η νοσοκόμα και άρα στα κείμενά μου θα πρέπει να χρησιμοποιώ το αδερφή, εφόσον μιλώ για τη συγγενική σχέση. Πως το Θεσσαλονικιώτικο “σε” πρέπει να το… προσέξω στους διαλόγους μου και να το αντικαταστήσω με το “σου”, ακόμη και πως η οικοδομή είναι για τους οικοδόμους και άρα το κτίριο είναι η σωστή επιλογή. Ακόμη αναρωτιέμαι, δε, αν στο εισαγωγικό αυτό κείμενό μου χρειάζεται ή όχι το τελικό “ν” πριν το όνομά της και πόσα κόμματα έχω παραλείψει. M’ αυτές τις σκέψεις, της ζήτησα ως Vivlio-life να πάρουμε τη(ν) βαλίτσα του εξωφύλλου (φωτογραφημένο σοκολατένιο κέικ με γέμιση κρέμα φράουλας) για να ταξιδέψουμε παρέα με τα δεκατρία περιπλανώμενα διηγήματά της, στους τόπους που την ενέπνευσαν. Καλό μας ταξίδι, λοιπόν!

  • Η ερευνήτριά σας μας εξέπληξε πολύ ευχάριστα. Την ακολουθήσαμε «σε κόσμους υπαρκτούς όσο και μυστηριακούς, σε τόπους οικείους όσο και δυσπρόσιτους». Ποια είναι, όμως, η μυστηριώδης Νίνα Σίγμα και τι κρύβεται πίσω από την επιλογή του ονόματός της;
    Η Νίνα Σίγμα ήταν μια σκέψη που ξεπήδησε δειλά μέσα από τις ίδιες τις σελίδες του βιβλίου όταν αυτό άρχισε να σιγομουρμουρίζει ότι, λίγες φτυαριές λέξεις ακόμα, και θα ήταν έτοιμο. Κάθε ιστορία συνοδευόταν ήδη από ένα εισαγωγικό και ένα επιλογικό σημείωμα «της ερευνήτριας», η οποία δήλωνε το δυναμικό παρών, αλλά δεν είχε απτή παρουσία. Έτσι, με τη «σύμφωνη γνώμη» των ιστοριών, ήταν πλέον καιρός να ντύσουμε τη φωνή πίσω από την ακεραιότητα των δηλώσεων με ένα όνομα, αρμονικά ταιριαστό με την ποιότητά της. Το «Νίνα» ήρθε λοιπόν αγόγγυστα ως συντομευτικό του «Μανίνα»–του σχεδόν σύμφυτου με το βαφτιστικό μου χαϊδευτικού στο οποίο άκουγα από μικρή–, κατά τι τροποποιημένο από την προσφιλή προσφώνηση του σοφού πατέρα μου, αείζωου μέσα μου, που συνήθιζε να με αποκαλεί «Νίνι». Το «Σίγμα», μετά από αυτό, ήταν σχετικά απλή υπόθεση, τα εύσημα για το οποίο κερδίζει δικαιωματικά το αρχικό γράμμα του επωνύμου μου. Πίσω όμως από την επιλογή του «Νίνα Σίγμα», ουσιαστικά κρεμόταν χαρμόσυνη η επιθυμία να στολίζουν το βιβλίο, σαν μια ευχή από τον Παράδεισο, τα αρχικά του μπαμπά μου: Νίκος Σεβαστιάδης.
  • Κάθε διήγημά σας συνοδεύεται από το «Σημείωμα» ή την «Εισαγωγή» της ερευνήτριας, και στο Επίμετρό σας μας λύνετε κάθε απορία που προέκυψε κατά την ανάγνωση. Θεωρήσατε απαραίτητη αυτή την καινοτόμα πρακτική;
    Δεν ήταν στα αρχικά μου σχέδια κάτι τέτοιο. Περισσότερο με οδήγησε σε αυτή την επιλογή ο παλμός των ίδιων των διηγημάτων, που καλλιέργησαν το έδαφος ώστε να δημιουργηθεί ένα βιβλίο με παραμύθια που θα τα διάνθιζε μια ανάλαμψη αληθοφάνειας. Έτσι προέκυψαν τα εισαγωγικά και επιλογικά σημειώματα σε κάθε ιστορία: από μια ανάγκη να εισαχθεί ο αναγνώστης σε έναν κόσμο που είναι μεν φανταστικός, αλλά τον περιβάλλει η επίφαση της εγκυρότητας. Και αυτό, με τη σειρά του, γέννησε την ανάγκη της ερευνήτριας Νίνας Σίγμα, της πολύπειρης αυτής συλλέκτριας των περιπλανώμενων ιστοριών από όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου. Τα πραγματολογικά στοιχεία στα εν λόγω σημειώματα παιχνίδισαν σε έναν αμφιβαρή αγώνα με την ιστορική ετερότητά τους που τα καθιέρωσε, και η απόφαση στοιχήθηκε υπέρ μιας λύσης που θύμιζε περισσότερο μύθο. Έτσι, ονόματα σκονισμένα και σχεδόν ξεχασμένα, που όμως συντηρούν τεκμήρια αλήθειας, πήραν τη θέση των γνωστών ονομάτων με τα οποία παρελαύνουν στη βιβλιογραφία μετά από άοκνη έρευνα, που εξασφάλισε τεκμήρια της αξιοπιστίας της στο επίμετρο του βιβλίου.
  • Η έκπληξη, βέβαια, σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων κρύβεται «γλυκά» και… «σιροπιαστά» στην «Τούρτα ρουστίκ με παλαιό ανοιχτό βιβλίο»! Πώς αυτό το σοκολατένιο κέικ με γέμιση κρέμα φράουλας έγινε βαλίτσα και μέσα από ποια διαδικασία επιλέχτηκε για εξώφυλλο;
    Όταν ο εκδοτικός οίκος ζήτησε τη γνώμη μου για το είδος του εξωφύλλου που θα συντρόφευε τις ιστορίες μου, σκέφτηκα αυτόματα την αδερφή μου, Χρυσή Μουράτ Σεβαστιάδου. Ως «θεραπαινίδα» της τέχνης και η ίδια –ζαχαροτέχνις, για την ακρίβεια–, εμπνέεται και δημιουργεί μέσα από τον πακτωλό των γευστικών συμπλεγμάτων. Γνωρίζω τη δουλειά της από πρώτο χέρι, οπότε δεν είχα τον παραμικρό ενδοιασμό να της προτείνω να στολίσει με κάποιο έργο της το βιβλίο. Και το αποτέλεσμα ήταν αυτό το αριστοτέχνημα, που ταίριαξε με την πρώτη ματιά και στήριξε μια αβίαστη απόφαση τόσο του εκδοτικού όσο και δική μου. Η βαλίτσα, βέβαια, είχε ταξιδέψει ήδη, γαντζωμένη σε άλλα φιλόξενα χέρια, έχοντας δαμάσει αχόρταγα μάτια και απαιτητικούς ουρανίσκους. Ενώ το βιβλίο, τοποθετημένο επάνω της με μια επίδοξη φιλαυτία, ήταν μέρος ενός άλλου εργοτεχνήματος, που όμως άνοιξε δρόμο με φίλεργη επιμονή μέσα από τις επιλογές μας και κατάφερε να κερδίζει επάξια εκεί τη θέση του, λειτουργώντας απολύτως συμπληρωματικά. Έτσι, «αιτήθηκε» και η δική του συνδρομή. Παρότι κανένα από τα δύο έργα δεν ήταν εξαρχής προορισμένο να συνοδέψει τα διηγήματά μου, αφού είχαν διαφορετικό παρελθόν με ήδη αποθησαυρισμένες εμπειρίες, οι ιστορίες μου ζήτησαν αγέρωχα την πολύπειρη συνδρομή τους, και αυτά, πρόθυμα και γενναιόδωρα, απαθανατίστηκαν μαζί τους σε ένα τρυφερό αιώνιο στιγμιότυπο.
  • Κύνθια – Ηδύλη – Ξούθος – Σόλδιο – γιαγιά Λήκα – Γνόσα… Είναι μερικά από τα ιδιαίτερα ονόματα που επιλέξατε για τους ήρωές σας. Αποτελούν και αυτά προϊόν έρευνας στον τόπο και στην εποχή όπου ταξιδέψατε;
    Η χρήση των ονομάτων και το είδος τους ήταν ένα θέμα που με προβλημάτισε αρκετά. Ακριβώς επειδή η επιθυμία μου ως «ατζέντισσας» ή εντεταλμένης «εκπροσώπου» των ιστοριών –μιας σπερματικής οντότητας με ατίθασο χαρακτήρα– ήταν να περιβάλλει το βιβλίο άρωμα παραμυθιού, η επιλογή ήταν μονόδρομος. Τα περισσότερα ονόματα, ασφαλώς, είναι υπαρκτά και μπορεί κανείς να τα βρει αναδιφώντας αρχαίες πηγές. Κάποια από αυτά όμως, ιδίως στο διήγημα «Οι δύο φίλοι», είναι πλάσματα αστράτευτης φαντασίας, καθώς η σύλληψη απαίτησε να πλαστούν ονόματα που θα στήριζαν τον μύθο και το ξεδίπλωμα της πλοκής. Με αυτή τη λογική, και θέλοντας να βεβαιωθώ ότι δε θα προδώσω την αξία του παραμυθιού, άφησα την αποκάλυψη για το τέλος, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον αναγνώστη να βυθιστεί στην ιστορία και να κάνει τις προσωπικές του μαντεψιές ή αναγωγές.
  • Πότε ξεκινήσατε να συγκεντρώνετε το υλικό σας, σε ποια μορφή το είχατε αποθηκευμένο και πότε νιώσατε την ανάγκη να το μοιραστείτε μαζί μας;
    Οι ιστορίες έχουν μακρά ιστορία. Κάποιες από αυτές χειρόγραφες και πολυκαιρισμένες, σχεδόν ξέθωρες, με ξεφτισμένες άκρες και διψαλέες, λειψές αράδες, παραχωμένες σε ξεχασμένα μασίφ συρτάρια από μαντέμι και σχεδόν παραιτημένες, επαιτούσαν παθητικά τη συμμετοχή τους, ενώ άλλες, δακτυλογραφημένες και ανάλαμπες στην οθόνη του υπολογιστή, νεοφώτιστες και πιο ναζιάρες, ροδαλές και φρεσκοπλασμένες, υποστήριζαν με δυναμισμό και μαχητική διάθεση την προθυμία τους να συμπεριληφθούν στο ταξίδι. Έτσι, το υλικό είναι μάλλον άχρονο, καθώς η «μαγιά» κάποιων διηγημάτων προϋπήρχε, αλλά, στο αγωνιστικό πλάι των συνονόματών τους νεότερων ιστοριών, κεντήθηκαν και αυτές πάλι από την αρχή, θρονιασμένες σε μια διάθεση να ανταμωθούμε και να συστηθούμε ξανά, βλέποντας τον κόσμο στον οποίο ανοίγουν τις σελίδες τους με νέο μάτι. Οι ιστορίες λοιπόν ήταν μια ανάγκη που τη συντρόφευε ο χρόνος –κάτι σαν την Αδράστεια της μυθολογίας–, η οποία απόθεσε μέσα μου ανταριασμένη την πίστη της ότι είχε έρθει η ώρα του τοκετού. Πέρασε καιρός ώσπου να αρθρώσει λόγο και να υψώσει ανάστημα. Δε βιάστηκε να δει το φως της ζωής. Ζυμωνόταν και σκάρωνε τεθλασμένες γραμμές ώσπου να φτάσει να γίνει πιεστική. Και τότε, οι ιστορίες βούτηξαν στο χαρτί σχεδόν αυτόκλητες, έτοιμες να ρουφήξουν φως και να τεντώσουν τα μέλη τους νωχελικά μπροστά σε νέα μάτια.
  • Θυμάστε ποια ήταν η πρώτη μικρή ιστορία-πληροφορία που καταχωρίσατε και ο λόγος για τον οποίο το κάνατε;
    Δεν μπορώ να πω με απόλυτη βεβαιότητα ποια ιστορία προηγήθηκε. Έχω μια σχεδόν απροσμάχητη αίσθηση ότι οι περισσότερες, αθετώντας σιωπηρά τους νόμους της επιγέννησης, προηγούνται ακόμα και του ίδιου του χρόνου. Σαν να προϋπήρχαν γαντζωμένα κεντίδια στο στερέωμα, περιμένοντας ένα φιλοφρόσυνο απλωμένο χέρι να τις ξεκρεμάσει. Θυμάμαι ψήγματα αναφορών, σπαράγματα ανολοκλήρωτων επιθυμιών ή ετοιμόρροπων ελπίδων, που ήταν δύσκολο να σταθούν ακέραια ως διηγήματα, αλλά είναι αδύνατο να εμποδιστεί η σύγχυση της «προσωπαγνωσίας». Παρ’ όλα αυτά, δυναμικά ξετυλίγει την παρουσία του «Το μυστικό του πύργου», διεκδικώντας μια από τις πρώτες θέσεις στο πάνθεο των διηγημάτων. Στεγνή τότε και περιορισμένη σε μίζερες αράδες, η ιστορία αυτή ήταν το συνοδευτικό δώρο γενεθλίων σε έναν αγαπημένο άνθρωπο, που εκτιμούσε την πένα μου τόσο ώστε να μη δειλιάσει να της παραχωρήσει ένα ξέκλεμα στην άτακτη ακόμη πηγαιότητά της.
  • Μέσα από τα «δεκατρία περιπλανώμενα διηγήματά» σας δεν ταξιδεύουμε απλώς. Μαθαίνουμε και πολλά. Όπως ότι Εύφορη Ημισέληνος είναι η Μεσοποταμία, ότι η Κοιμωμένη Γη είναι η Σιβηρία και ότι η Γη των Μακρυπόδαρων είναι η Παταγονία. Άραγε, στην τελική επιλογή των διηγημάτων, πόσο συνέβαλαν αυτές οι μικρές πληροφορίες;
    Οι πληροφορίες αυτές δεν ήταν συγκαιρινές των διηγημάτων. Ήρθαν να τους κάνουν παρέα αργότερα σαν «ερεισίνωτο», μια ράχη ασφαλείας που στήριξε τη χωροθεσία. Εφόσον προέκυψε ορμητική η αναγκαιότητα ενός παντογνώστη αφηγητή και συνάμα συντάκτη των ιστοριών, ήταν μάλλον αναπόδραστη η αναφορά σε τόπους, που ακούγονται μακάρια ονειρικοί ή φιλόδοξα φανταστικοί στο σώμα του κειμένου, αλλά οι απορίες λύνονται στο επίμετρο, επιδιώκοντας να χαρίσουν ένα αναγνωστικό ξάφνιασμα στους κοινωνούς τους.
  • Σε ποιους τόπους έχετε περιπλανηθεί μέσα από αυτή την έκδοση και ποιος είναι εκείνος που θα θέλατε να επισκεφθείτε με μια πραγματική βαλίτσα;
    Η περιπλάνησή μου δεν περιορίστηκε στην μυθοειδή τοπογεωγραφία που συντηρεί το ύφος παραμυθιού του βιβλίου. Η αλήθεια είναι ότι απώλεσα αρκετές φορές τον δρόμο και χάθηκα σε φιδογυριστά μονοπάτια στην προσπάθειά μου να βρω τον κατάλληλο προορισμό ή την πιο αποδοτική αφετηρία. Όχι για να δημιουργήσω γύρω μου την αχλή ενός μύθου που περιβάλλει τον μύθο, αλλά επειδή ήθελα να βαπτιστεί κάθε ιστορία στον τόπο που θα μπορούσε να την έχει γεννήσει, ανάλογα με αυτό που εισφέρει στην ψυχή του αναγνώστη. Οι τόποι που ανοίγονται σαν ευκαιρία μέσα από τις λέξεις των διηγημάτων είναι ονειρεμένοι προορισμοί. Τροφοδοτούν τη μηχανή της φαντασίας σαν ένα γρασαρισμένο αεικίνητο έμβολο που σημασιοδοτεί μια άφοβη ανικανοποίηση. Αλλά ένας από αυτούς τους τόπους επιδεικνύει τη λαμπρότητά του τροφαντή ήδη από τον πρόλογο του βιβλίου, ανασκαλίζοντας τη φωτιά που χοροστατεί μέσα μου και μόνο στην ιδέα να απλωθεί μεγαλειώδης μπροστά σε φιλοπερίεργα μάτια: η αιώνια Γη του Πυρός.
  • Ένα είναι σίγουρο. Πως στις Ιστορίες της ερευνήτριας Νίνας Σίγμα δε θα συναντήσουμε συντακτικό ή κάποιο άλλο λάθος. Να υποθέσουμε ότι, ως επιμελήτρια εκδόσεων, φροντίσατε και το δικό σας πρώτο συγγραφικό παιδί;
    Είναι δύσκολο να επιμελείσαι ουσιαστικά τον εαυτό σου φροντίζοντας για την αρτιότητα του δημιουργήματός σου. Και αυτό επειδή μπορεί κάποιες φορές να κορδώνει αυτόνομα τα άκρα της μέσα σου η περηφάνεια για τις δεξιότητές σου, με κίνδυνο να χάσεις τον στόχο σου, άλλες φορές ίσως κανακεύεις ασυναίσθητα τη δουλειά σου σαν να είναι μωρό, φυτεύοντάς της μια ακροσφαλή αλαζονεία, ενώ άλλες ίσως ακυρώνεις την ίδια σου την έμπνευση, αμφισβητώντας τον βαθμό ταύτισης της δικής σου ψυχικής έκφρασης με αυτήν των άλλων ανθρώπων. Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως είναι η ανακύκλωση ή η αυτοαναίρεση, που ελλοχεύουν όταν καταδικάζεις κάτι ως αδιάφορο ή όταν χρεώνεις σε κάτι μια πιθανή νοηματική παραλυσία, που ανατρέπει από τα θεμέλια την πρόθεσή σου να μοιραστείς το αίτημά σου με τον αναγνώστη. Νιώθω λοιπόν τυχερή που συνάντησα τη Βάσω Παπαχρήστου, την επιμελήτρια του δικού μου βιβλίου, η οποία, με το αποτοξινωμένο και αποστασιοποιημένο αναγνωστικό της μάτι, αισθάνθηκα από την αρχή ότι μου πρόσφερε μια λυτρωτική λύση όταν βρισκόμουν σε δίλημμα.
  • Η επιμέλεια ενός βιβλίου είναι ίσως ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια στην έκδοσή του, όπως άλλωστε και η μετάφραση κειμένων ξένων συγγραφέων. Ωστόσο πολλοί ισχυρίζονται πως οι επαγγελματίες που φροντίζουν τα βιβλία μας παραμένουν στην αφάνεια. Συμφωνείτε μαζί τους;
    Πρόσφατα ήμουν προσκεκλημένη με την ιδιότητα της επιμελήτριας σε μια σεμνή τελετή προς τιμήν των «αφανών ηρώων των βιβλίων». Η εκδήλωση αφορούσε κυρίως τους μεταφραστές και τους επιμελητές. Αλλά ας μη γελιόμαστε. Αν μας επιτρέπεται μια αναγωγή στον κόσμο των ηρώων, οι συγγραφείς είναι οι υπερήρωες, οι μεταφραστές οι ήρωες και οι επιμελητές οι ανήρωες. Οι μεταφραστές, καθώς η δική τους γραφίδα εισάγει τον αναγνώστη στον άγνωρο κόσμο του «εισαγόμενου» συγγραφέα, δεν αγνοούνται ούτε υποτιμούνται. Η δουλειά των επιμελητών όμως συχνά παραγνωρίζεται ή δεν αναγνωρίζεται επαρκώς. Ενίοτε, κάτι που συνέβαινε κατά κύριο λόγο στο παρελθόν, θεωρείται ακόμα και περιττή. Κάποιες φορές η ιδιότητα του επιμελητή συγχέεται, εμπερικλείεται ή περιορίζεται στον τομέα της διόρθωσης, καθώς οι αναγνώστες δεν είναι τόσο εξοικειωμένοι με το τι σημαίνει επιμελητικό έργο. Πιστεύουν πως ο επιμελητής απλώς διορθώνει τα γραμματικά, συντακτικά και ορθογραφικά λάθη ενός καθ’ όλα «παντοδύναμου» συγγραφέα, που υποπίπτει σε σφάλματα μόνο λόγω κεκτημένης ταχύτητας, διαχειριζόμενος με ακέραιη σύνεση τη σοφολογιότητά του. Αλλά αυτό απέχει πολλούς παρασάγγες από την αλήθεια. Όλοι κάνουμε λάθη. Και ο επιμελητής, ως το πρώτο αναγνωστικό-αναγνωριστικό μάτι, είναι εκεί σε κάθε παγίδα, κίνδυνο ή ναρκοθέτηση· όχι για να περισώσει, αλλά για να διασώσει. Επιπλέον, είναι ο απόλυτος υπεύθυνος να ανακινήσει και να αξιοποιήσει, να βουτήξει και να βυθίσει, να γεμίσει και να γαλβανίσει, να διαβλέψει και να διαγράψει, να επισημάνει και να επιμείνει, να ζητήσει και να ζυγίσει, να κάνει, με λίγα λόγια, δυνατότητα την πιθανότητα που εισηγούνται τα γράμματα της αλφαβήτας, φτάνοντας έως την ώρα του ωμέγα, ωθώντας και ωραΐζοντας κάθε σμιλεμένη άχνα, όπου και όταν χρειάζεται η συνδρομή του.
  • Μιας και έχουμε την ευκαιρία ως Vivlio-life να συνομιλούμε με επιμελήτρια εκδόσεων, θα θέλαμε να μας πείτε σε ποιον βαθμό οι Έλληνες συγγραφείς ξέρουν να γράφουν καλά ελληνικά.
    Ως Έλληνες, έχουμε στη φύση μας τη γραφή, μάλλον ενσταλαγμένη στο dna μας. Αλλά επίσης σύμφυτη είναι και η γραφομανία/γραφολαγνεία. Ένας στους τρεις γράφει, ενώ τεράστιο ποσοστό όσων πιάνουν μολύβι στα χέρια τους και σκαρώνουν μια ιστορία ή ένα λεκτικό σκαρίφημα διατείνεται ότι ξέρει να γράφει. Παρότι δοσμένα με μια δόση αστεΐζουσας υπερβολής, τα παραπάνω λόγια εμπεριέχουν το σπέρμα της αλήθειας. Καθώς όντως υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ξέρουν να γράφουν, αλλά δεν έχουν εκδώσει ή δε θα εκδώσουν ποτέ κάποιο έργο τους. Όπως υπάρχουν και πολλοί που δεν ξέρουν πραγματικά να γράφουν, αλλά έχουν εκδώσει κάποια ή και αρκετά έργα τους. Αν και το ερώτημα είναι ιντριγκαδόρικο και προσφέρει αφειδή περιθώρια για υποδόρια χωρατά και πικάντικα σχόλια, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η Ελλάδα ήταν, είναι και θα παραμείνει μια χώρα που παράγει και μέτριους και καλούς και εξαιρετικούς συγγραφείς. Μερικοί από αυτούς έχουν άστρο, άλλοι έχουν πιάσει τον παλμό του αναγνωστικού κοινού, ενώ κάποιοι έχουν καθιερωθεί λόγω της ιδιαίτερης ποιότητάς τους, την οποία και υποστηρίζουν μέσα από τα βιβλία τους –ή εν γένει τα γραπτά/γραφόμενά τους–, σεβόμενοι τους αναγνώστες στους οποίους απευθύνονται. Ασφαλώς, δεν είναι όλοι λογοτέχνες, καθώς η λογοτεχνία απαιτεί κάτι περισσότερο από γραφική ικανότητα, αλλά αυτό είναι ένα ζήτημα που ανοίγει έναν νέο ατέρμονο κύκλο σύστοιχων ερωτημάτων.
  • Χιούμορ. Το χρησιμοποιείτε… τόσο όσο, αλλά να είστε σίγουρη πως το εισπράττουμε! Πιστεύετε και εσείς ότι το χιούμορ είναι ο πιο σύντομος δρόμος από έναν άνθρωπο σε έναν άλλο και άρα από έναν συγγραφέα στον αναγνώστη του;
    Το χιούμορ αποτελεί μια ασφαλή μέθοδο προσέγγισης του κόσμου, αρκεί να δίνεται σε μικρές δόσεις και να είναι ευφυές. Παρότι συχνά, ανάλογα με τη διεισδυτική και εμβαθυντική «ικανότητά» του, εγγυάται μια θετική αντίδραση που εκφράζεται ενισχυτικά υπέρ του συγγραφέα, αποτελεί και κινούμενη άμμο, αφού μπορεί να εκφυλιστεί σε χονδροειδείς αστεϊσμούς ή βάρβαρη γελοιοποίηση. Επίσης, το χιούμορ δεν πρέπει να γίνει αυτοσκοπός, εκτός αν μιλάμε για παρωδία, κωμωδία ή φάρσα. Ωστόσο, αν ακολουθηθεί η σωστή συνταγή και επιτευχθεί η κατάλληλη δοσολογία, είναι μια ιδιαίτερα προσφιλής, σχετικά άκοπη και μαγικά ανάλαφρη μέθοδος να περάσει ο πομπός το μήνυμα στον δέκτη. Το γέλιο είναι το πολυκλείδι που ξεκλειδώνει γέφυρες επικοινωνίας και κατορθώνει να συντηρεί μια άρρηκτη σύνδεση μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Οι Ιστορίες της ερευνήτριας Νίνας Σίγμα συγκεντρώθηκαν με περίσσια φροντίδα και θρησκευτική ευλάβεια. Η συγγραφέας, απερίσπαστα αφοσιωμένη στη συλλογή του υλικού, διεξήγαγε επισταμένη έρευνα για να το σταχυολογήσει από ταξίδια σε κόσμους υπαρκτούς όσο και μυστηριακούς, σε τόπους οικείους όσο και δυσπρόσιτους.
Τα διηγήματα βασίστηκαν σε στιβαρά τεκμήρια που απανθίστηκαν έπειτα από κοπιώδεις διαδικασίες αναζήτησης: φθαρμένες περγαμηνές από τις αγορές της εύφορης Ανατολής, ζουμερές πληροφορίες από πρόθυμους νομάδες της Μαύρης Ηπείρου, τυχαία συναπαντήματα σε χαώδεις μεγαλουπόλεις της γης Κάτω Υποκάτω, τσιγκούνικα λόγια επ’ αμοιβή από μαυραγορίτες σε αγνώριμα στενοσόκακα φωλιασμένα σε παραγκουπόλεις στον αφαλό του ισημερινού, καταχωνιασμένους παπύρους σε δύσβατες σπηλιές της πρόσφορης Γηραιάς Ηπείρου…
Ασφαλώς, κανένας δεν γνωρίζει πού σταματάει η αλήθεια και από πού αρχίζει ο μύθος…
Νίνα Σίγμα
ΣΠΗΛΑΙΟ ΤΩΝ ΧΕΡΙΩΝ, ΓΗ ΜΑΚΡΥΠΟΔΑΡΩΝ

Βιογραφικό
Η Μανίνα (Μαρία) Σεβαστιάδου γεννήθηκε στην Πάτρα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών – όπου άφησε σε ακροσφαλή εκκρεμότητα το μεταπτυχιακό της στη γλωσσολογία- και έκτοτε ζει στην Αθήνα. Εργάζεται από το 2008 ως επιμελήτρια εκδόσεων, ενώ παράλληλα «συν-περιγράφει, μετα-ποιητεύει και δια-στιχοπλοκεί, ρεαλίζοντας σε πομφόλυγες φαντασιοπληθίας». Ποιήματά της από έναν μακρύ κατάλογο ανέκδοτης ακινδυνότητας έχουν συμπεριληφθεί κατά καιρούς σε δημιουργικά ανάλεκτα. Μέσα σε ένα κλίμα έκφρασης που αποκαλεί «ποιητική πρόζα», επελαύνει στην πεζογραφία με δεκατρείς παράξενες ιστορίες – μια φρέσκια νότα λογοτεχνικής έμπνευσης με άρωμα ενήλικης παιδικότητας. Φιλοδοξεί να συμπαρασύρει σύντομα στον καλοδαίμονα δρόμο της έκθεσης και το πρώτο της εφηβικό μυθιστόρημα. Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: [email protected]