Συγγραφέας του βιβλίου Πατρίδα χώρα ξένη – Εκδόσεις Μετρονόμος

Ένα παράδοξο είχε να αντιμετωπίσει ο Μιλτιάδης Σαλβαρλής όταν ξεκινούσε την έρευνα για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Κανείς από το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε δεν του είπε πως η Ελλάδα τους υποδέχτηκε σαν χώρα ξένη. «Ήταν σαν να είχαν δώσει όρκο σιωπής. Σαν να είχαν τραβήξει μία γραμμή, αφήνοντας πίσω τους αυτό το κομμάτι». Κεντρικοί του ήρωες η Κωνσταντία που μεγάλωσε στη φτώχεια και ο Τσίρος που συνήθισε στην άνετη ζωή. Δυο παιδιά με διαφορετική ψυχοσύνθεση που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους χώματα και έσμιξαν στην Αθήνα «έως το γέρμα της ζωής τους». Όπως λέει στο Vivlio-life o συγγραφέας «Ταυτίστηκα με αρκετούς από τους ήρωες του βιβλίου. Θύμωσα, οργίστηκα, νοστάλγησα, έκλαψα, γέλασα μαζί τους, αλλά αυτό που με λυπεί είναι το γεγονός ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται κάθε τόσο. Η άγνοια, η στενομυαλιά, η μισαλλοδοξία και η κατευθυνόμενη πληροφόρηση εξακολουθούν να επηρεάζουν τον κόσμο και να ορίζουν τις τύχες όλων μας».

  • Ο τίτλος του βιβλίου σας αποτελείται από τρεις λέξεις. Η τρίτη από αυτές, το επίθετο “ξένη” που προσδιορίζει τις δυο προηγούμενες, είναι εκείνο που καλείστε να μας σχολιάσετε.
    Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και είδαν την πατρίδα τους να γίνεται χώρα ξένη. Ήρθαν εδώ με ελάχιστα υπάρχοντα και ελπίδες, αλλά η Ελλάδα τούς υποδέχτηκε εχθρικά και τους φέρθηκε σαν χώρα ξένη. Στα παράλια της Μικράς Ασίας ήταν οι μισητοί Έλληνες. Εδώ ήταν οι ανεπιθύμητοι τουρκόσποροι. «Πρόσφυγγες» και «αγέλη προσφύγων» τους αποκαλούσαν ορισμένες εφημερίδες της εποχής. Σε αυτή την αίσθηση του ξένου ένθεν και ένθεν του Αιγαίου αναφέρεται ο τίτλος του βιβλίου.
  • Στον πρόλογο, η Στέλλα Βλαχογιάννη σας αποκαλεί “ποιητής της λεπτομέρειας”. Αποδέχεστε τον χαρακτηρισμό, με δεδομένο πως το βιβλίο Πατρίδα χώρα ξένη δεν είναι ποίηση;
    Πιστεύω ότι η Στέλλα Βλαχογιάννη, μία εξαίρετη δημοσιογράφος, κειμενογράφος και ποιήτρια που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγους μήνες, θέλησε να τονίσει την ποιητική διάθεση που διατρέχει πολλές από τις σελίδες του βιβλίου. Δεν ήταν πρόθεσή μου να γράψω την πονεμένη ιστορία των προσφύγων. Επιχείρησα να αναδείξω το σθένος που επέδειξαν, ώστε να χτίσουν ξανά τη ζωή τους μέσα από τις πλέον αντίξοες συνθήκες. Το κατάφεραν, κοιτώντας μπροστά. Μετατρέποντας τις πληγές σε δύναμη. Κι εγώ με τη σειρά μου πήρα το κάθε μέρα τους και του πρόσθεσα στοιχεία υπερβατικά, στοιχεία παραμυθιού, αν θέλετε, έτσι ώστε η πεζή καθημερινότητα να τυλιχτεί σε μία αύρα ποίησης.
  • Ο Σάββας Σερέτης, εξάλλου, στο σημείωμά του με τίτλο «Η φαινομενικότητα του απλού» γράφει πως η μνήμη είναι επίμονο πράγμα «δύστροπο, ανήμερο, ανεξιλέωτο». Θα θέλαμε να μας πείτε ποιο σημείο του βιβλίου σας τον οδήγησε σ’ αυτό το συμπέρασμα.
    Πολλά σημεία, θεωρώ, πως οδηγούν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, επειδή το βιβλίο σκαλίζει το παρελθόν. Φέρνει ξανά στο προσκήνιο πράγματα που δεν συζητάμε πια. Στην Ελλάδα ξεχνάμε και ξεχνάμε εύκολα. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, παρατηρείται μια τάση να ξεχαστούν κομμάτια από την ιστορία μας, να διαγραφούν ή να διαστρεβλωθούν. Μνημονεύουμε τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά αφήνουμε απέξω όσα οδήγησαν σε αυτή την τραγική κατάληξη: τον Εθνικό Διχασμό, την οικονομική και πολιτική εξάρτηση από τον ξένο παράγοντα, τα παιχνίδια των μεγάλων δυνάμεων σε βάρος της Ελλάδας. Αυτό σχολιάζει ο Σάββας Σερέτης, δόκιμος επιμελητής βιβλίων και συγγραφέας ο ίδιος. Τη μνήμη που επιμένει και που δεν χωρατεύει, δεν εξημερώνεται, δεν εξιλεώνεται. Τη μνήμη που κάποια στιγμή πεθαίνει και μαζί της πεθαίνουν όλα εκείνα που έπρεπε να διδαχτούμε και δεν διδαχτήκαμε.
  • “Δυο παιδιά που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους χώματα, στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου, μαζί με τις οικογένειές τους” είναι οι κεντρικοί σας ήρωες. Ας τους γνωρίσουμε μέσα από τα δικά σας μάτια.
    Η Κωνσταντία έρχεται κοριτσάκι στην Ελλάδα με τον διωγμό του 1914 και μεγαλώνει στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου. Ο Τσίρος, όπως είναι το παρατσούκλι του δεύτερου βασικού ήρωα, έρχεται έφηβος το 1922, τελειώνει το σχολείο σε κάποιο νησί του Αιγαίου, από εκείνα που δέχτηκαν κύματα προσφύγων και μετακομίζει στην Αθήνα για σπουδές. Η Κωνσταντία που μεγάλωσε στη φτώχεια έχει τσαγανό και είναι ικανή να σηκώνει ανάστημα. Ο Τσίρος και η οικογένειά του αναπολούν την άνετη ζωή που άφησαν πίσω. Είναι οι μετριοπαθείς αστοί, οι μορφωμένοι, οι προοδευτικοί ως προς τις ιδέες, αλλά προσηλωμένοι στους στόχους τους και ευπροσάρμοστοι στις καταστάσεις. Φυσικά καθένας από αυτούς τους δύο κεντρικούς ήρωες έχει τη δική του ψυχοσύνθεση. Οι σχέσεις που δημιουργούν με τα πρόσωπα που κινούνται γύρω τους, τους συγγενείς, τους φίλους, τους γνωστούς, μας αποκαλύπτουν σταδιακά τις διάφορες πτυχές του χαρακτήρα τους.
  • “… και έσμιξαν εδώ, στην Αθήνα, έως το γέρμα της ζωής τους”. Δώστε μας μια γεύση από αυτό το σμίξιμο.
    Μία τυχαία συνάντηση σε εκδρομή με χωριστές παρέες. Μία νυφική ανθοδέσμη από αγριολούλουδα του Φιλοπάππου. Γαμήλιο δώρο από τη γειτονιά ένας δρύινος μπουφές που παρατήσανε οι Γερμανοί στο πεζοδρόμιο, τη νύχτα που εγκατέλειψαν την Αθήνα. Ένα φιλί που αφήνει στα χείλια τη γεύση άγουρης ελιάς. Έρωτας; Ας μας το πει η Κωνσταντία με τα δικά της λόγια: «Όταν βρισκόμασταν, αισθανόμουν ωραία. Όποτε ανηφόριζα προς το σπίτι που μένανε με τον συμφοιτητή του τον Χρήστο, είχα μέσα μου μια χαρά. Μαγείρευα με περισσεύματα από ζαρζαβατικά και πατατόφλουδες κι έκανα ό,τι μπορούσα να νοστιμέψουν. Να του αρέσει το φαΐ. Αν όλα αυτά ήταν έρωτας, κόρη μου, εσύ θα μου πεις».
  • Από το 1914 μας φτάνετε στο 1985. Οι ημερομηνίες σταθμοί που μεσολαβούν είναι αρκετές και η κάθε μία από αυτές κρύβει μέσα της ένα μεγάλο ή μικρό κεφάλαιο της Ιστορίας μας. Ποιο από αυτά τα κεφάλαια έκρυβε για σας τις μεγαλύτερες συγκινήσεις;
    Σε όλο το βιβλίο υπάρχει διάσπαρτο το στοιχείο της συγκίνησης, από την αρχή, με τους γονείς της Κωνσταντίας να τυλίγουν τα εικονίσματα στην ελληνική σημαία για να τα πάρουν μαζί τους στην Ελλάδα, μέχρι τα τελευταία κεφάλαια όπου το ηλικιωμένο πλέον ζευγάρι ζει σε διαμέρισμα, έχοντας έχει δώσει αντιπαροχή το όμορφο σπίτι του με τα δέντρα και τον κήπο. Από τις σελίδες περνάνε γεγονότα που σημάδεψαν τον τόπο μας, όπως η Κατοχή, ο Εμφύλιος, η Δικτατορία, η Μεταπολίτευση. Εντούτοις, το τονίζω αυτό, δεν έχω γράψει ιστορικό μυθιστόρημα. Στον άνθρωπο εστιάζω γι αυτό και το κεφάλαιο που με συγκινεί πάρα πολύ είναι εκείνο με την εκδρομή στις χαμένες πατρίδες, τριάντα χρόνια μετά την Καταστροφή. Αποτελεί μεν μυθοπλασία, αλλά είναι εμπνευσμένο από αφηγήσεις Μικρασιατών που κατά καιρούς είχαν επισκεφθεί τον τόπο τους και από το δικό μου μικρό οδοιπορικό στις χαμένες πατρίδες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ταξίδεψα στα παράλια. Είδα από κοντά μέρη για τα οποία είχα ακούσει τόσα πολλά, προσπάθησα ανεπιτυχώς να εντοπίσω το σπίτι του πατέρα μου και συζήτησα με ντόπιους. Κάποιοι μου άνοιξαν την πόρτα τους και με είπαν «καρντάση», αδελφό δηλαδή. Κάποιοι άλλοι είδαν ελληνικό διαβατήριο και μου φέρθηκαν ψυχρά. Ομολογώ ότι γύρισα στην Ελλάδα με ανάμικτα συναισθήματα.
  • Αν και μας ενημερώνετε εξαρχής πως οι ήρωες, τα ονόματα και οι καταστάσεις αποτελούν προϊόν μυθοπλασίας αισθανόμαστε πως κάπου εκεί ανάμεσα σε λέξεις και συναισθήματα υπάρχουν οικογενειακές μνήμες. Είναι έτσι;
    Βεβαίως και είναι έτσι. Μεγάλωσα ανάμεσα σε Μικρασιάτες, γονείς, κοντινούς και μακρινούς συγγενείς, οικογενειακούς φίλους. Άκουγα ιστορίες, άκουγα κουτσομπολιά, παρατηρούσα πρόσωπα, τις συνήθειές τους, τις παραξενιές τους, έβλεπα καταστάσεις να εξελίσσονται, όπως για παράδειγμα ένα προξενιό ή έναν αποτυχημένο γάμο. Πολλά από αυτά ανασύρθηκαν από τα βάθη του μυαλού και έγιναν αναφορές ή δευτερεύουσες ιστορίες.
  • Γράψατε το βιβλίο σας σε πρώτο πρόσωπο. Πόσο κοντά στα γεγονότα που μας αφηγείστε σας έφερε αυτή η επιλογή;
    Το πρώτο πρόσωπο με βοηθάει στη συγγραφή. Αισθάνομαι ασφαλής. Αισθάνομαι ότι προσδίδω ρεαλισμό στα γραφόμενα, μπαίνοντας στο πετσί καθενός από τους ήρωες και βλέποντας τα πράγματα με τη δική τους οπτική. Ως προς τα γεγονότα είχα να αντιμετωπίσω το εξής παράδοξο: Κανείς από το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσα δεν μιλούσε για το πώς υποδέχτηκαν τους πρόσφυγες εδώ στην Ελλάδα, πώς ήταν τα πρώτα χρόνια στη νέα τους πατρίδα. Ήταν σαν να είχαν δώσει όρκο σιωπής. Σαν να είχαν τραβήξει μία γραμμή, αφήνοντας πίσω τους αυτό το κομμάτι. Από τα βιβλία του Βενέζη και της Σωτηρίου είχα μία εικόνα. Ωστόσο δεν είχα φανταστεί αυτά που μου αποκάλυψε η έρευνα: Οργισμένα συλλαλητήρια εναντίον των προσφύγων, δηλητήριο εκ μέρους ορισμένων εφημερίδων, βιαιοπραγίες εναντίον Μικρασιατών και Ποντίων στη βόρεια Ελλάδα, μίσος και περιφρόνηση μεγάλης μερίδας κόσμου προς ανθρώπους ομόγλωσσους και ομόθρησκους. Ταυτίστηκα με αρκετούς από τους ήρωες του βιβλίου. Θύμωσα, οργίστηκα, νοστάλγησα, έκλαψα, γέλασα μαζί τους, αλλά αυτό που με λυπεί είναι το γεγονός ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται κάθε τόσο. Η άγνοια, η στενομυαλιά, η μισαλλοδοξία και η κατευθυνόμενη πληροφόρηση εξακολουθούν να επηρεάζουν τον κόσμο και να ορίζουν τις τύχες όλων μας.
  • Όσο ενδιαφέρον είχε η πλοκή του μυθιστορήματός σας άλλο τόσο είχε και ο πίνακας παραπομπών του επιμελητή. Μέσα σε τρεις μόλις σελίδες πληροφορηθήκαμε γεγονότα που ίσως πολλοί αγνοούσαμε. Πόσο χρόνο σας πήρε η συγγραφή του βιβλίου και η έρευνά του;
    Περίπου δύο χρόνια. Είχα χωρίσει το βιβλίο σε τρεις ενότητες και προχωρούσα παράλληλα την έρευνα και τη συγγραφή. Ξεκίνησα με τον ερχομό των προσφύγων, τη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου και το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου, συνέχισα με την Κατοχή και τον Εμφύλιο και τέλος βρέθηκα σε πιο γνώριμα νερά με την εισβολή στην Κύπρο και τη Μεταπολίτευση.
  • Μια πληροφορία που ίσως περνά απαρατήρητη, είναι πως η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι επιστολές Μικρασιατών από το προσωπικό αρχείο της κυρίας Ελπινίκης Β. Θέλετε να μας δώσετε δυο τρία στοιχεία γι αυτές και τον τρόπο που βρέθηκαν στα χέρια σας;
    Η Ελπινίκη είναι εξαδέλφη μου από την πλευρά του πατέρα μου και οι επιστολές που φωτογραφίσαμε για το εξώφυλλο είναι μέρος της αλληλογραφίας ανάμεσα στον παππού και στη γιαγιά της, όταν ακόμα ήταν αρραβωνιασμένοι στη Μικρά Ασία. Τις ανακάλυψε στο πατρικό της, μου τις εμπιστεύτηκε, δεν θέλησε όμως να αναφερθεί το επίθετό της. Το σεβάστηκα και είπα την ηρωίδα μου Κωνσταντία, όπως λέγανε και τη γιαγιά της. Ήταν ένας τρόπος να της πω «ευχαριστώ».

Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Bizim sehrimiz; Η πόλη μας;» Ο πελάτης γέλασε και ο πατέρας μού έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. Ένταση επικρατεί ανάμεσα στις δύο κοινότητες και η κουβέντα αυτή, κουβέντα από ένα αγόρι που μαθαίνει τα τουρκικά, κουβέντα ειπωμένη εν τη ρύμη του λόγου, θεωρήθηκε προσβολή. «Είναι δική σας η πόλη, λοιπόν…» επανέλαβε, κοιτώντας περιπαικτικά τον πατέρα. Έπειτα, σαν να ήταν εκείνος το αφεντικό, έκανε νόημα στους παραγιούς να βιαστούν να κόψουν τα υφάσματα που είχε διαλέξει. Τα σπίτια των Ελλήνων αδειάζουν. Οι γειτόνισσες που λένε τον καφέ δεν έρχονται πια σε μας. Μας χαιρετάνε από μακριά με ένα νεύμα, αλλά να πουν τον καφέ στις αδελφές μου δεν έρχονται. Το σκυλί των διπλανών σύρθηκε ένα πρωί μέχρι την εξώθυρα με ένα βαθύ τραύμα στο πλάι του λαιμού. Λίγο μετά ξεψύχησε. …
Παιδί Μικρασιατών ο Μιλτιάδης Σαλβαρλής, αφηγείται, με τον «απλούστερο τρόπο», την ιστορία δύο παιδιών που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους χώματα, στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου, μαζί με τις οικογένειές τους, και έσμιξαν εδώ, στην Αθήνα, έως το γέρμα της ζωής τους. Η ουσιαστική διαφορά αυτού του βιβλίου από τα τόσα άλλα παρεμφερούς θεματολογίας βρίσκεται στις λέξεις «απλούστερος τρόπος». Υπάρχει ο πόνος, ο κατατρεγμός, η σκαιή, χυδαία συμπεριφορά των παλαιοελλαδιτών προς τους ξεριζωμένους, οι ελπίδες κ’ οι αγώνες για ένα νέο ξεκίνημα, τα φριχτά χρόνια της κατοχής, το επώδυνο, σχεδόν μαζοχιστικό, «ξύσιμο» σε παλιές πληγές της ψυχής… Όπως κ’ η σιγά-σιγά επούλωση των πληγών αυτών, η ένταξη στην κοινωνική «κανονικότητα», η επαγγελματική επιτυχία και αναγνώριση, οι δύσκολες διαπροσωπικές σχέσεις που άλλοτε οδηγούν σε οικογενειακή γαλήνη, άλλοτε σε ταραγμένες καταστάσεις. Όλα αυτά, όμως, δοσμένα με τόσο ρέοντα λόγο, με τόση «φυσικότητα», σαν να πρόκειται για «απλή» καταγραφή ημερολογιακών καταχωρίσεων ενός ανθρώπου που τα ζει· όχι για διανοήματα ενός συγγραφέα, ο οποίος με την αρτιότητα του λόγου του αποδίδει σε μικρογραφία την Ιστορία αυτού του τόπου για μια περίοδο περίπου εβδομήντα χρόνων (φτάνει έως τη δεκαετία του ’80) σαν καμβά όπου εξυφαίνεται το επιμέρους ως παρακολούθημα των συνταρακτικών μεταβολών (πολιτικών, οικονομικών, ηθικών, αξιακών) του καθολικού.

Βιογραφικό
Ο Μίλτος Σαλβαρλής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956. Σπούδασε φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και νομικά στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης. Από το 1981 έως το 2012 εργάστηκε ως ρεπόρτερ, συντάκτης και αρχισυντάκτης. Δούλεψε στο υπουργείο Γεωργίας, στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση της ΕΡΤ, στη διαδικτυακή πύλη in.gr, καθώς και σε διάφορα έντυπα. Ανάμεσά τους τα περιοδικά Ταξιδεύοντας, Πάνθεον, ELLE, Δίφωνο, HiTECH και National Geographic. Το 1981 εκδόθηκε η νουβέλα «Το βάρος της τριχοφυΐας», από τις εκδόσεις ΑΣΤΕΡΙ. Το 2014 συνεργάστηκε με το Urbn Theatr, γράφοντας μαζί με τον Η. Παναγιωτακόπουλο κείμενα για την παράσταση The Random Effect που παρουσιάστηκε στον Χώρο Τέχνης 14η Μέρα (σήμερα Θέατρο Καλλιρόης), σε σκηνοθεσία Ηλία Παναγιωτακόπουλου. Το 2019 εκδόθηκε η συλλογή διηγημάτων «Μικρά δωμάτια πανικού», από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με το Gaff Theatre Group, μεταφράζοντας τη διασκευή για θέατρο του «Παίκτη», του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, που ανέβηκε στο Θέατρο 104, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη.