Λήδα Αναγνωστάκη – Αλεξάνδρα Ζαχαριά – Νατάσσα Καρακουλίδου – Ιουλιανή Κούλλουρου – Δέσποινα Σαββόγλου
Συγγραφείς του βιβλίου: συνέντευξη στη Μαρία Τσακίρη

Πέντε ψυχαναλυτικές ψυχοθεραπεύτριες παιδιών και εφήβων ένωσαν τις δυνάμεις τους σ’ ένα βιβλίο, που γράφτηκε με απλό και κατανοητό τρόπο, ώστε να μας καθοδηγήσουν στις δύσκολες ερωτήσεις των παιδιών μας. Αφού διαχώρισαν τους ρόλους και τα κεφάλαια η Λήδα Αναγνωστάκη ανέλαβε την συνολική επιμέλεια της έκδοσης. Όπως λέει στο Vivlio-life, για να μιλήσουμε στα παιδιά για το σώμα τους, τα όριά του και την ασφάλειά του, πρέπει να το κάνουμε με ηρεμία και ειλικρίνεια. Ένα σημαντικό κεφάλαιο του βιβλίου αποτελεί η προστασία από την σεξουαλική κακοποίηση. Πότε μιλάμε στα παιδιά μας για τα ιδιωτικά μέρη του σώματος; Από τα 3 τους χρόνια, διευκρινίζει η συγγραφέας, μπορούμε να τους εξηγήσουμε πως κανείς ενήλικας ή μεγαλύτερο παιδί δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να τα δει. Ενώ θεωρείται πως δεν υπάρχουν σαφή συμπτώματα που να αποδεικνύουν ότι συμβαίνει σεξουαλική κακοποίηση, οι γονείς και γενικά οι φροντιστές παιδιών, ας μην προσπεράσουμε ποτέ σημάδια σύγχυσης, ενοχής, ντροπής και θυμού τους.

  • Οι υπότιτλοι του εξωφύλλου σας αποτελούν τα δυο βασικά ερωτήματα στα οποία στηρίζεται η έκδοση. Και, έτσι θα ξεκινήσουμε αυτή την ενδιαφέρουσα συνομιλία. Πώς απαντάμε, λοιπόν, σε δύσκολες ερωτήσεις των παιδιών μας;
    Με ηρεμία και ειλικρίνεια! Και επίσης η απάντηση πρέπει να απαντά ό,τι ρωτάει το παιδί -ούτε λιγότερα, ούτε περισσότερα. Η αλήθεια είναι ότι οι ερωτήσεις είναι δύσκολες μόνο για εμάς. Για τα παιδιά είναι απλά ερωτήσεις που περιμένουν να τις απαντήσουμε όπως απαντάμε ό,τι άλλο μας ρωτούν. Χρειάζεται λοιπόν να σκεφτούμε τι μας δυσκολεύει ακριβώς (τις περισσότερες φορές είναι η δική μας ντροπή), γιατί μας δυσκολεύει (φοβόμαστε ότι θα «πονηρέψουμε» τα παιδιά; Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;) και τότε θα βρούμε απλές και κατάλληλες απαντήσεις. Μέσα στο βιβλίο έχουμε αρκετά παραδείγματα τέτοιων δύσκολων ερωτήσεων και προτάσεις (όχι όμως έτοιμες συνταγές!) για το πώς θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στις ερωτήσεις των παιδιών.
  • Ας περάσουμε στον δεύτερο υπότιτλο. Πώς προστατεύουμε το παιδί μας από σεξουαλική κακοποίηση;
    Οι φροντιστές είναι σημαντικό να μιλούν στα παιδιά, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, για το σώμα τους, τα όριά του και την ασφάλειά του. Ακούγεται κάπως περίεργο αλλά στην ερώτηση «από ποια ηλικία μιλάμε», η απάντηση που δίνουμε είναι «από πάντα». Να εξηγηθώ: είναι προφανές ότι τα βρέφη δεν κατανοούν τα λόγο σε αυτή την πολυπλοκότητα. Και ασφαλώς σε κάθε ηλικία μιλάμε για τα πράγματα με διαφορετικό τρόπο, ενώ σταδιακά εισάγουμε όλο και πιο πολύπλοκες έννοιες. Όμως, η αρχή του σεβασμού του σώματος του δικού μας και του άλλου (πρέπει να) έρχεται από πολύ-πολύ νωρίς. Ο φροντιστής που λέει στο παιδί «μην με τραβάς γιατί πονάω» ή που ζητάει από τους συγγενείς να ρωτάνε το παιδί αν «θέλει φιλάκι» πριν του το δώσουν ήδη θέτει την πολύ βασική αρχή ότι ο καθένας ορίζει το δικό του σώμα του και ότι έχει απόλυτο δικαίωμα να λέει «όχι» όταν δεν θέλει κάτι που γίνεται επάνω σε αυτό.
    Από τα 3 χρόνια είναι σκόπιμο οι φροντιστές να μιλήσουν για τα ιδιωτικά μέρη του σώματος και να εξηγήσουν ότι κανείς ενήλικας ή μεγαλύτερο παιδί δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να τα δει, να τα αγγίξει ή να παίξει με αυτά (ακόμα κι αν το πρόσωπο αυτό είναι κάποιος που γνωρίζουν και συμπαθούν) γιατί είναι «προσωπικά». Οι μόνοι που μπορούν να τα βλέπουν ή να τα πιάνουν (εκτός από το ίδιο το παιδί), και αυτό μόνο αν υπάρχει λόγος (πχ. να τα βοηθήσουν να πλυθούν), είναι οι φροντιστές που έχουν αναλάβει τη σωματική φροντίδα του παιδιού. Οι συζητήσεις αυτές δεν γίνονται μόνο μία φορά. Χρειάζεται να επαναλαμβάνονται, όχι με εμμονικό τρόπο, αλλά όπως μιλάμε για τα ζητήματα που αφορούν τα παιδιά και μας απασχολούν. (Δεν λέμε, ας πούμε, μόνο μία φορά σε ένα παιδί ότι πρέπει να πλένει τα χέρια του πριν το φαγητό. Θεωρούμε ότι χρειάζεται να το επαναλαμβάνουμε!)
    Στις συζητήσεις με το παιδί χρειάζεται να προστεθεί ότι αν κάποιος ζητήσει από το παιδί να αγγίξει ή να δει τα «προσωπικά» μέρη του σώματός του/της, ή του/της ζητήσει να πιάσει τα δικά του «προσωπικά» μέρη, ή δείξει φωτογραφίες με τέτοια μέρη ή το κάνει να νιώσει αμήχανα ή άσχημα είναι σημαντικό να το πει στους φροντιστές γιατί αυτοί θα ξέρουν να το προστατεύσουν για να μην αισθάνεται άσχημα. Είναι σημαντικό να ειπωθεί ξεκάθαρα στο παιδί ότι οι φροντιστές δεν θα θυμώσουν και δεν θα το μαλώσουν, ό,τι και αν πει, ό,τι και αν έχει αισθανθεί, ή ό,τι και αν έχει συμβεί.
  • Σεξουαλική παραβίαση. Τι ακριβώς σημαίνει και ποιο είναι το σημείο 0 που θεωρείτε πως ξεκινά;
    Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει απόλυτη σύμπτωση στον ορισμό της παιδικής σεξουαλικής παραβίασης/κακοποίησης μεταξύ όλων των ειδικών. Ένας λόγος είναι ότι ο όρος χρησιμοποιείται από διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες που προσεγγίζουν το θέμα από διαφορετική σκοπιά. Ωστόσο, το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει δώσει ένα αρκετά λεπτομερή ορισμό. Ορίζει την σεξουαλική κακοποίηση ως: α) τη συμμετοχή σε σεξουαλικές δραστηριότητες με ένα παιδί που, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου, δεν έχει συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία για σεξουαλικές δραστηριότητες, και β) τη συμμετοχή σε σεξουαλικές δραστηριότητες με παιδί όταν γίνεται χρήση εξαναγκασμού, βίας, απειλών ή η κακοποίηση γίνεται από αναγνωρισμένη θέση εμπιστοσύνης, εξουσίας ή επιρροής στο παιδί (για παράδειγμα εντός της οικογένειας).
    Όμως, ακόμα και χωρίς ένα κοινά αποδεκτό ορισμό της κακοποίησης, αυτό στο οποίο όλοι/ες συμφωνούν είναι ότι η σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού είναι μία από τις βαρύτερες τραυματικές εμπειρίες που αυτό μπορεί να βιώσει. Επίσης χρειάζεται να τονιστεί ότι δυστυχώς κάθε μορφή άσκησης βίας επάνω σε παιδιά, της σεξουαλικής βίας συμπεριλαμβανομένης, συνοδεύεται και από άλλες κακοποιητικές συμπεριφορές, όπως εκφοβισμό, απομόνωση, και εκμετάλλευση, με άλλα λόγια συνοδεύεται και από συναισθηματική κακοποίηση του παιδιού, άρα δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα σημείο 0 που θεωρούμε ότι ξεκινά.
  • Ποια είναι τα πρώτα σημάδια στη συμπεριφορά ενός παιδιού ή εφήβου που πρέπει να θορυβήσουν τους γονείς;
    Τα θύματα παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης συνήθως αισθάνονται σύγχυση, ενοχή, ντροπή και θυμό για αυτό που τους συνέβη (ή εξακολουθεί να τους συμβαίνει). Όμως, αντίθετα με τη γενική πεποίθηση, δεν υπάρχουν σαφή συμπτώματα που να αποδεικνύουν ότι συμβαίνει σεξουαλική κακοποίηση. Η σεξουαλική κακοποίηση συνήθως «εκφράζεται» από το παιδί με τρόπους ασαφείς. Πολλά παιδιά δεν επικοινωνούν αυτό που τους έχει συμβεί (ή εξακολουθεί να τους συμβαίνει) με λόγια, αλλά μέσα από σωματικά «σημάδια» (πχ. όπως πόνο, ερεθισμό ή κνησμό στα γεννητικά όργανα) «σημάδια» στη συμπεριφορά τους (πχ. ξαφνικός φόβος για ένα συγκεκριμένο μέρος ή άτομο, ακατάλληλες σεξουαλικές συμπεριφορές, έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις) ή μέσα από ψυχοσωματικά συμπτώματα (πχ. διάφοροι πόνοι, διαταραχές στον ύπνο κλπ). Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι ειδικοί σωματικής και ψυχικής υγείας και άλλοι ενήλικες που φροντίζουν παιδιά χρειάζονται να γνωρίζουν τα σημάδια που μπορεί να υποδεικνύουν πιθανή σεξουαλική κακοποίηση (υπάρχουν λίστες με τα σημάδια αυτά που μπορεί κανείς να τις αναζητήσει σε βιβλία ή στο διαδίκτυο). Θα πρέπει αυτά τα σημάδια να κινητοποιήσουν τους ενήλικες ώστε να διερευνηθεί τι τα προκαλεί.
  • Τι θα συμβουλεύατε σ’ εκείνους τους γονείς που διαβάζουν τη συνέντευξή μας και αντιλαμβάνονται πως έχουν ήδη δει αυτά τα σημάδια στα παιδιά τους;
    Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές τα παιδιά δυσκολεύονται να μιλήσουν στους γονείς τους αν έχει συμβεί κάποιο περιστατικό σεξουαλικής παραβίασης, ακριβώς επειδή αισθάνονται ότι εκείνοι θα θυμώσουν. Τις περισσότερες, δε, φορές τα παιδιά αισθάνονται ενοχές που έχουν εμπλακεί σε τέτοια παραβίαση (οι δράστες, άλλωστε, μοιάζει να καταφέρνουν πολύ καλά να εμπλέκουν τα παιδιά). Αυτό συμβαίνει ακόμα και αν οι γονείς έχουν μιλήσει για την παραβίαση και το πόσο σημαντικό είναι τα παιδιά να μοιραστούν τέτοια περιστατικά μαζί τους. Αναδεικνύεται, λοιπόν, η σημασία της επεξεργασίας από την πλευρά των φροντιστών της δικής τους διαθεσιμότητας να ακούσουν (με νηφαλιότητα) Ο,ΤΙ έχει να πει ένα παιδί. Αλλά αναδεικνύεται και η σημασία της σχέσης που έχει αναπτυχθεί σε όλη την πορεία της ζωής του παιδιού.
    Απαντώντας πιο άμεσα στο ερώτημα, αν κάποιος φροντιστής αντιληφθεί σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης είναι σημαντική η επικοινωνία με υπηρεσίες που μπορούν να βοηθήσουν. Ως πρώτο βήμα μπορεί να είναι η επικοινωνία με εξειδικευμένες γραμμές βοήθειας (πχ. γραμμή 10454: ΕΛΙΖΑ-Εταιρία κατά της Κακοποίησης του Παιδιού).
  • «Μπαμπά αυτός είναι αγόρι ή κορίτσι;» Να μια δύσκολη ερώτηση! Τι πρέπει να απαντήσει ο μπαμπάς και ποιες λέξεις πρέπει να χρησιμοποιήσει ώστε να κατανοήσει το παιδί όσα έχει να του πει;
    Και πάλι προτάσσουμε την ανάγκη ψύχραιμης απάντησης. Απάντηση που δίνεται με μεγάλη αμηχανία και ίσως απαξίωση προβληματίζει σοβαρά το παιδί. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν κάποια άτομα που δεν αισθάνονται άνετα με το βιολογικό τους φύλο (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι προβληματικά ή άρρωστα). Ελπίζουμε ότι μέσα από όλες τις συζητήσεις που κάνουμε με τα παιδιά (ανάμεσα σε αυτές και τις συζητήσεις που αφορούν τη σεξουαλικότητα, την ταυτότητα φύλου και όλες τις εκφάνσεις της) όλοι/ες θα θέλαμε να προωθήσουμε την ιδέα της ενσυναίσθησης, της κατανόησης και της αποδοχής. Σημαντικό είναι πριν αρχίσει κανείς να συζητά με το παιδί να ξεκαθαρίσει μέσα του ποιες είναι οι προσωπικές του απόψεις και στάσεις σε αυτά τα θέματα. Ασφαλώς, μπορεί κανείς να συζητήσει με το παιδί ποιες είναι οι αρχές και τα πιστεύω της οικογένειας σε αυτά τα θέματα, αλλά θα προτείναμε στις συζητήσεις με το παιδί να διαχωρίζονται αυτά από τα γεγονότα και τα αντικειμενικά/επιστημονικά ευρήματα. Είναι σημαντικό να εξηγήσει κανείς στο παιδί πως για κάποια θέματα δεν έχουν όλοι την ίδια άποψη.
  • Γράφετε πως «η σεξουαλικότητα των παιδιών αναγνωρίζεται ως αυτό που είναι: παιδική σεξουαλικότητα που έχει τα δικά της διακριτά όρια και χαρακτηριστικά». Ας μιλήσουμε γι αυτά.
    Δεν θέλουμε να υπάρχει καμία παρανόηση όταν μιλάμε για την παιδική σεξουαλικότητα (που είναι υπαρκτή, αλλά διαφοροποιείται σαφώς από τη ενήλικη σεξουαλικότητα). Για παράδειγμα, οι παιδικές σεξουαλικές επιθυμίες και φαντασιώσεις δεν είναι αυτές των ενηλίκων. Τα παιδιά έχουν εντελώς άλλο τρόπο να κατανοούν τη σεξουαλικότητα. Μπορεί να έχουν την υποψία ότι κάτι συμβαίνει ανάμεσα σε ένα ερωτικό ζευγάρι (κάτι που εμπλέκει/αφορά και τα σώματα), αλλά δεν έχουν την κατανόηση και την εικόνα που εμείς οι ενήλικοι έχουμε για αυτό (για την ακρίβεια έχει ενδιαφέρον να ακούσουμε τις αντίστοιχες παιδικές θεωρίες, που είναι συνήθως πολύ ευφάνταστες). Ακόμα και όταν (πράγμα που ασφαλώς προτείνεται) τα παιδιά ενημερωθούν με ευαίσθητο τρόπο από τους φροντιστές τους για το πώς «έρχονται τα μωρά στον κόσμο», δεν σημαίνει ότι κατανοούν τη σεξουαλικότητα όπως τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Το στάδιο της «ενήλικης σεξουαλικότητας» αναδύεται στην εφηβεία, όταν πλέον και το σώμα είναι αντίστοιχα ικανό. Σε αυτό το πλαίσιο είναι κατανοητό πόσο σημαντικός είναι ο σεβασμός των ορίων των παιδιών και ότι αυτά χρειάζεται να είναι απόλυτα προστατευμένα
  • Παιδική και εφηβική σεξουαλικότητα. Πόσο ταμπού αποτελεί σήμερα ο όρος για την ελληνική οικογένεια;
    Η παιδική σεξουαλικότητα είναι ένα θέμα που πραγματικά φαίνεται να δυσκολεύει τους περισσότερους γονείς (αυτός μάλιστα είναι ένας από τους λόγους που μας οδήγησε να γράψουμε αυτό το βιβλίο). Για πολλά χρόνια, άλλωστε, το γεγονός ότι τα παιδιά έχουν ενδιαφέρον για τη σεξουαλικότητα ήταν κάτι που δεν περνούσε από το μυαλό των ενηλίκων. Στη δική μας γλώσσα ο λόγος για αυτό είναι οι ψυχικές αντιστάσεις. Τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία έχουν σεξουαλικές επιθυμίες που αφορούν τα άτομα της οικογένειάς τους. Φανταζόμαστε ότι οι περισσότεροι/ες έχουμε ακούσει το περίφημο Οιδιπόδειο: έχουμε ακούσει αγοράκια να δηλώνουν ότι θα παντρευτούν τη μαμά τους ή μικρά κοριτσάκια «φλερτάρουν» με τον μπαμπά τους. Προφανώς, ωστόσο, αυτές οι σχέσεις είναι απαγορευμένες, είναι αυτό που λέμε «ταμπού». Ως εκ τούτου καθώς μεγαλώνουν τα παιδιά αρχίζουν να αισθάνονται ενοχή και πολύ σύντομα αυτές οι σκέψεις «απωθούνται». Καθώς μεγαλώνουμε, δηλαδή, «ξεχνάμε» ότι και εμείς μικροί/ες είχαμε ενδιαφέρον για το γυμνό σώμα και μπορεί να είχαμε παίξει και εμείς «τον γιατρό». Αλλά το αποτύπωμα αυτών των σκέψεων δεν σβήνει: συνεχίζει να υπάρχει και είναι μάλλον αυτό που προκαλεί τη δυσκολία και την αγωνία των ενηλίκων να διαχειριστούμε αυτά τα θέματα. Αγωνιούμε αν το ενδιαφέρον των παιδιών τους για την σεξουαλικότητα είναι «φυσιολογικό»: οι ίδιοι/ες δεν θέλουμε να ομολογήσουμε στον εαυτό τους ότι και εμείς ως παιδιά είχαμε αυτό το ενδιαφέρον γιατί αυτό το θέμα ανακινεί μέσα μας έντονα συναισθήματα ντροπής και ενοχής. Το αποτέλεσμα είναι οι γονείς να μην μιλάνε έγκαιρα και ανοιχτά στα παιδιά τους για το σεξ.
  • Πόσο ξεπερασμένος θεωρείται, πλέον, ο… πελαργός που φέρνει το αδελφάκι στο σπίτι;
    Ελπίζω απόλυτα! Το να λέμε τέτοιες ανοησίες στα παιδιά (ειλικρινά, περί ανοησιών πρόκειται) νομίζω συνδέεται απόλυτα με αυτό που λέγαμε πριν. Η «απώθηση» των δικών μας παιδικών σεξουαλικών σκέψεων συνήθως βρίσκεται πίσω από την αγωνία μας να μην «πονηρέψουμε» τα παιδιά (ως εάν η σεξουαλική πράξη είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρεπόμαστε), και κατ’ επέκταση από τη δυσκολία μας να βρούμε λέξεις/φράσεις για να μιλήσουμε στα παιδιά για το πώς ήρθαν στον κόσμο. Η δική μου προτροπή: αρχικά να σκεφτούμε τι μας δυσκολεύει. Στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να πούμε για την ιστορία του κάθε παιδιού με απλά και κατανοητά λόγια, περιγράφοντας την ιστορία αγάπης που το έφερε στη ζωή.
  • Πέντε γυναίκες ενώσατε τις δυνάμεις σας στη συγγραφή ενός βιβλίου που δίνει απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα αλλά και ανησυχίες των γονιών. Έχετε κάτι κοινό. Είστε, ψυχαναλυτικές ψυχοθεραπεύτριες παιδιών και εφήβων. Τι ακριβώς είναι αυτή η ειδικότητα;
    Σημαίνει ότι αφού ολοκληρώσαμε τις βασικές και μεταπτυχιακές πανεπιστημιακές μας σπουδές που είχαν σχέση με την τυπική και μη τυπική ψυχική ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων (για την ακρίβεια, στην ομάδα μας έχουμε δύο παιδοψυχιάτρους, δύο ψυχολόγους και μία ειδική παιδαγωγό) ολοκληρώσαμε τη μακροχρόνια εκπαίδευση μας στη θεωρία και την πράξη της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας. Διδαχτήκαμε, δηλαδή, πώς να αξιολογούμε σε βάθος τα ψυχικά ζητήματα που απασχολούν παιδιά, εφήβους και τους γονείς τους και να τα προσεγγίζουμε θεραπευτικά. Η βάση της κατάρτισής μας αντλεί από τη θεωρία του Freud (ακολουθούμε το αξίωμα ότι υπάρχουν πολλές διαστάσεις στη συμπεριφορά που δεν είναι όλες συνειδητές, για την ακρίβεια πολλά πράγματα που αισθανόμαστε, σκεφτόμαστε και κάνουμε έχουν κίνητρα ασυνείδητα) αλλά και των σημαντικών συνεχιστών της θεωρίας του, κατ’ εξοχήν, δε, της M. Klein και του D. Winnicott, αλλά και άλλων πιο σύγχρονων θεωρητικών και θεραπευτών/τριών. Βασική μας εστίαση τόσο θεωρητικά όσο και κλινικά είναι οι σχέσεις: πιστεύουμε στη μεγάλη αξία της σχέσης που αναπτύσσεται ήδη από την αρχή της ζωής ανάμεσα στο βρέφος και το φροντιστή, και στη συνέχεια ανάμεσα στο αναπτυσσόμενο άτομο και όλα τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του.
  • Πώς έγινε ο καταμερισμός της συγγραφικής σας δουλειάς;
    Το βιβλίο είναι κοινό πόνημα και των πέντε ψυχοθεραπευτριών που το υπογράφουμε. Υπήρξε όμως και διαχωρισμός των ρόλων, καθώς σε κάθε κεφάλαιο συνέβαλε με διαφορετικό βάρος κάθε μία από εμάς (όπως το γράφουμε και μέσα στο βιβλίο). Η συνολική επιμέλεια του βιβλίου ανήκει στη Λήδα Αναγνωστάκη.
  • Το βιβλίο σας απευθύνεται μόνο στους γονείς – δασκάλους ή και το ευρύτερο κοινό;
    Μα οι γονείς και οι δάσκαλοι θεωρούμε ότι είναι το ευρύτερο κοινό! Το βιβλίο είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο που (ελπίζουμε) όσοι ασχολούνται/ενδιαφέρονται/φροντίζουν παιδιά να βρουν κάτι που να τους διευκολύνει σε αυτή την πολύπλοκη σχέση που διαμορφώνεται με τα παιδιά (όποιας ηλικίας).
  • Μια νέα σχολική χρονιά ξεκινά. Τι θα συμβουλεύατε σε γονείς και εκπαιδευτικούς που διστάζουν ή δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν «δύσκολες» ερωτήσεις αλλά και καταστάσεις παιδιών και εφήβων;
    Δεν θα μπορούσα να προτείνω κάτι άλλο από το να διαβάσουν, να ενημερωθούν, να αναρωτηθούν και κυρίως να σκεφτούν πάνω στα δυνατά τους σημεία και τις αδυναμίες τους. Και αν αισθανθούν ότι κάτι τους ξεπερνάει, να μη διστάσουν να ζητήσουν βοήθεια.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Οι γονείς και οι φροντιστές των παιδιών συχνά αγωνιούν για το πώς θα προσεγγίσουν το ευαίσθητο θέμα της σεξουαλικότητας στην παιδική ηλικία. Αναρωτιούνται για το τι μπορούν και τι χρειάζεται να πουν στα παιδιά, αλλά και με ποιο τρόπο θα το κάνουν αυτό. Πολλές φορές διστάζουν να μεταφέρουν την εμπειρία τους ότι η σεξουαλικότητα είναι μέρος της ζωής και ότι μέσα στα κατάλληλα όρια και πλαίσια μπορεί να προσφέρει χαρά, καθώς ανησυχούν για το πώς θα τα προστατεύσουν από την παραβίαση και την κακοποίηση.
Με γλώσσα απλή και κατανοητή το βιβλίο απευθύνεται σε όσους θέλουν να εξοικειωθούν με τα θέματα της έκφρασης της παιδικής σεξουαλικότητας και τους τρόπους που επικοινωνούνται οι αλήθειες στο παιδί. Προσφέρει επίσης ενημέρωση πάνω στα θέματα της παραβίασης του παιδικού σώματος, παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση.