Δημοσίευση πρώτη: στη Λευκαδίτισσα γυναίκα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ – ΝΤΑΝΟΥ
φιλόλογος – συγγραφέας

Η κυρά Σμαρώ, η γυναίκα με το κεφαλοπάνι, ποτέ δε φεύγει απ’ το μυαλό μου. Είναι πάντα στη σκέψη μου η μορφή της και η χρυσή καρδιά της. Στο νησί μας οι μανάδες μας ήταν οι τελευταία γενιά που φορούσαν την τοπική ενδυμασία. Αλλά όποια κι αν ήταν η ηλικία, η οικονομική τους κατάσταση, αν είχαν χαρά ή πένθος, πάντα στο κεφάλι τους βασίλευε το κεφαλοπάνι, ένα μονόχρωμο μαντίλι. Μαύρο, λευκό ή άλλο χρώμα, ανάλογα με την περίσταση. «Βγάλτο Σμαρώ μου αυτό απ’ το κεφάλι σου, να πάρεις αέρα, να δούμε και τις όμορφες πλεξούδες σου», έλεγε η Αθηναία συννυφάδα στην κυρά Σμαρώ τα Καλοκαίρια που ερχόταν με το σύζυγο και σπουδαγμένο γιο της οικογένειας τουρίστρια στο νησί, για να λάβει την αρνητική απάντηση «απαγορεύεται , θα με πουν ξετσίπωτη, επιβάλλεται να φοράμε κεφαλοπάνι, τα μαλλιά μας δεν πρέπει να τα βλέπει όλος ο κόσμος παρά μονάχα ο κύρης μας» και συνέχιζε τις δουλειές με χαμηλωμένο βλέμμα, λες και ντρεπόταν με τις απόψεις της συννυφάδας της.

Τα σπίτια μας στο χωριό είναι πολύ κοντά, τα χωρίζει ένας δρόμος που ενώνει τον κάτω με τον πάνω μαχαλά. Στην παιδική μου ηλικία όλα τα παιδιά του χωριού κατεβαίναμε στην πλατεία με τα μεγάλα πλατάνια και τις αλάνες, ειδικά τα Καλοκαίρια και παίζαμε. Πιο ελεύθερα βέβαια ήταν τα αγόρια, γιατί εμάς τα κορίτσια, τις κοπέλες όπως μας έλεγαν, μας κρατούσαν στο σπίτι για εκπαίδευση στο νοικοκυριό ή για να βοηθάμε τις μεγάλες στο κέντημα ή τον αργαλειό, μια και τα προικιά μας αποτελούσαν προϋπόθεση για το γάμο μας. Με την αλλαγή των εποχών και η ομορφιά του τοπίου έπαιρνε διαφορετική όψη. Η καταπράσινη φύση με τις ελιές, τα αμπέλια, τα πανύψηλα πλατάνια, σαν ερχόταν το Φθινόπωρο γινόταν ένα χαλί, ένα στρωσίδι όπως λέγαμε, με ποικιλία χρωμάτων, για να φτάσουμε στο Χειμώνα που ντυνόταν στα λευκά από τις ανθισμένες μυγδαλιές (ακόμη οσφραίνομαι το άρωμά τους). Κι έπειτα η Άνοιξη με το φούξια της κουτσουπιάς, το κατακόκκινο της παπαρούνας κι όλα τα χρώματα των λουλουδιών, για να καταλήξουμε στο Καλοκαιράκι, που μας έφερνε το χρυσαφί των δημητριακών και την ξεκούραση από το σχολείο και τη μελέτη.
Η κυρά Σμαρώ ήταν η καλύτερη φίλη της μητέρας μου, στη χαρά και τη λύπη οι δυο γίνονταν ένα, βοηθούσαν η μια την άλλη, έλεγαν τα μυστικά τους, ξαλάφρωναν. Ζούσαν και οι δυο με τους γονείς των συζύγων (με τα πεθερικά), έπρεπε να είναι υποτακτικές, κυρίως όμως να δουλεύουν μέρα νύχτα, για όλους. Η γυναίκα με το κεφαλοπάνι υποστήριζε πως τα κορίτσια, είχε τρία σε αντίθεση με τη μητέρα μου που είχε μόνο εμένα, θα ζούσαμε καλύτερα, αν φεύγαμε από το χωριό και σπουδάζαμε. «Να στείλετε την κοπέλα στα γράμματα» είχε πει μια μέρα στη μάνα μου, το άκουσε όμως αυτό για κακή της τύχη η γιαγιά μου «δε θα μας πεις εσύ τι θα κάνουμε, κοίτα να στρώσεις τις δικές σου, εμείς έχουμε μία θα τη βάλουμε στην αγροτιά». Τσιμουδιά η μητέρα μου και νύφη της γιαγιάς και κολλητή της Σμαρώς, που κοκκίνισε κι έκανε μέρες να της ξαναμιλήσει η γιαγιά μου.
Και μπορεί να τους ξέφυγα από την αγροτιά, δε θα ξεχάσω όμως ποτέ τη μέρα που η γυναίκα με το κεφαλοπάνι γέννησε την τρίτη της κόρη, οκτώ χρόνια μικρότερή μου (εγώ ήμουν συνομήλικη με την πρώτη , τη Μαρία, που φυσικά είχε το όνομα της γιαγιάς και πεθεράς της Σμαρώς). Τότε δεν πήγαιναν στην πόλη να γεννήσουν, μα μένανε στο σπίτι και φωνάζανε τη μαμή, μια καλοσυνάτη γυναίκα από το διπλανό χωριό, που ερχόταν και ξεκίναγε τον αγώνα της, βάζοντάς τους όλους σε τάξη. Η κυρά Σμαρώ άκουγε κάθε τόσο τη μουρμούρα της πεθεράς της, μετά τη γέννα της δεύτερης κόρης της, μιας πανέμορφης και έξυπνης γειτονοπούλας που (σα μεγάλωσε) σπάνια της επέτρεπαν να βγαίνει από την αυλή τους, αντίθετα,πολύ συχνά την έβαζαν να ασβεστώνει τους εξωτερικούς χώρους, ειδικά μετά από βροχή. «Να κάνετε και τρίτο παιδί, να έρθει ο γιος, ο κληρονόμος, το φεγγάρι μου» έλεγε η πεθερά στο ζευγάρι και ήρθε η τρίτη εγκυμοσύνη, με την ελπίδα να γεννηθεί ο γιος και αφού είχαν ψάξει για το σερνικοβότανο στο διπλανό χωριό! «Να προσέχεις, να μην τις παίρνεις αγκαλιά είναι μεγάλες τώρα, δε θέλουν χάδια, να μην κουράζεσαι έρχεται ο κληρονόμος, αυτός που θα συνεχίσει την οικογένεια, οι άλλες δυο θα παντρευτούν θα πάρουν άλλα ονόματα» έλεγε κάθε τόσο η πεθερά της Σμαρώς και τη βοηθούσε στις δουλειές, κάτι που ελάχιστα έκανε στις προηγούμενες εγκυμοσύνες. Τσιμουδιά κι ένα χαμόγελο εκείνη, με το σαράκι να την τρώει «θα είναι άραγε αγόρι ή χαμένα τα λεφτά για το σερνικοβότανο και ποιος ακούει, αν κάνω και τρίτη κόρη» και μελαγχολούσε και το έριχνε στο φαγητό. Περνούσαν οι μήνες, τα δυο της κορίτσια μεγάλωναν κι αυτά και συναντιόμαστε στην αυλή για το παιχνίδι, σαν μας επιτρέπανε φυσικά.


Η μαμή (φορούσε κι αυτή κεφαλοπάνι και μαύρα ρούχα, γιατί όλο και κάποιος πέθαινε από τα σόγια) έκανε κάθε τόσο την παρουσία της στον τελευταίο μήνα στο σπίτι της Σμαρώς «κοντεύεις, το παιδί έχει κατέβει, έχει γυρίσει, πιάνω το κεφαλάκι του, προβλέπω καλή γέννα» της είπε μια μέρα, ψαχουλεύοντάς την κι ενώ έπινε τον καφέ κι έτρωγε το ολόφρεσκο γλυκό κουταλιού σταφύλι, που πριν λίγες μέρες είχαν φτιάξει η γυναίκα με το κεφαλοπάνι κι η μητέρα μου, γιατί όλα τα γλυκά τα φτιάχνανε μαζί. Καθισμένες στις σκάλες του σπιτιού κάτω από τον παχύ ίσκιο της φορτωμένης με σταφύλια κληματαριάς, ήταν αρχές Οκτώβρη, είχαν στήσει γυναικείες κουβέντες, καθώς έπαιρναν οδηγίες για τις ετοιμασίες του επερχόμενου τοκετού. Εμάς μας έδιωξαν, να μην ακούμε κι έτσι βρήκαμε την ευκαιρία να ξεσαλώσουμε στο παιχνίδι, που είχε τους δικούς του κανόνες για τα γειτονόπουλα. «Βγάλε μας εσύ τον παίδαρο και θα έχεις όλα τα καλούδια» άκουσα τη γιαγιά Μαρία να λέει στη μαμή φεύγοντας, γιατί έπρεπε να φροντίσει μια λεχώνα στην πάνω γειτονιά. «Η Παναγία να τη βοηθήσει, να πάνε όλα κατ’ ευχήν, να έρθει και ο διάδοχος, αμήν» είπε η μαμή κι έκλεισε την πόρτα της αυλής. Η μάνα μου και η Σμαρώ κοιταχτήκανε με λαχτάρα, καθεμιά στις σκέψεις της.
Μια βδομάδα μετά έπιασαν οι πόνοι τη Σμαρώ κι επιστρατεύτηκε ο άνδρας της για το διπλανό χωριό, να φέρει τη μαμή. Την άκουσα να φωνάζει το χάραμα όχι πολύ, αλλά έδειχνε ότι ζοριζόταν. Να σου σε λίγο και η κολλητή μου, το Μαράκι, κλαμένη στην πόρτα με την τσάντα στην πλάτη «θέλω να μείνω σπίτι, να δω τη μαμά που γεννάει και με διώξανε, μου είπανε πως θα αργήσει να έρθει το μωρό, να πάμε σχολείο». «Καλά σου είπανε, μας φτάνει η μικρή, να έχουμε κι εσάς; Άλλωστε το μωρό θα σας περιμένει, δε χρειάζεται να είστε εδώ», φώναξε η μάνα μου και μου έβαλε κολατσό και την τσάντα στην πλάτη, μια πολύ όμορφη σάκα από την Αθήνα, που πολύ την καμάρωνα. Στο σχολείο πηγαίναμε με τα πόδια, η απόσταση ήταν μικρή. Η μέρα όμως εκείνη βασανιστική, μια και το μυαλό μας ήταν στην κυρά Σμαρώ. Ειδικά η Μαρία κάθε τόσο δάκρυζε, ο δάσκαλος την κατάλαβε, του το είπαμε και μας απάντησε πως πρέπει να είμαστε χαρούμενες που ένας άνθρωπος έρχεται στον κόσμο. «Ο αδερφούλης μου, θα τον φροντίζω , θα τον αγαπώ», ψιθύρισε η συμμαθήτρια και κολλητή μου, γέλασε ο δάσκαλος, δεν είπε όμως τίποτα. Άλλωστε κι εμείς… δεν ακούγαμε.
Γυρίσαμε σπίτι μεσημέρι. Οι φωνές είχαν τώρα μεγαλύτερη ένταση, η γειτονιά στο πόδι, η μαμή κάθε τόσο διέταζε «κάνε εκείνο, κάνε το άλλο, φέρτε μου αυτό, πάρτε ετούτο, έξω όλοι, οι άνδρες μακριά, σε λίγο τελειώνουμε υπομονή Σμαρώ μου» κι άλλα πολλά που ούτε τα είχα ξανακούσει ούτε καταλάβαινα. Η μικρή αδερφή της Μαρίας έκλαιγε, η κυρά Μαρία σταυροκοπιόταν, η μάνα μου «Παναγία μου λευτέρωσέ την», οι άντρες παραπέρα (είχαν γυρίσει σπίτι) τα δικά τους και το τσιγάρο κι η γιαγιά μου «να δεις που θα βγει πάλι κορίτσι». Εμείς οι δυο πετάξαμε τις τσάντες, αγκαλιαστήκαμε και λουφάξαμε σε μια μεριά. Ποιος άλλωστε μας έδινε σημασία εκείνη την ώρα. Είχε προχωρήσει το μεσημέρι, ο ήλιος έκαιγε ας ήταν Οκτώβρης μήνας, ώσπου ακούσαμε μια αφύσικα δυνατή φωνή της Σμαρώς κι αμέσως ένα αδύναμο κλάμα, που δε σταματούσε. Ήταν το μωρό που επιτέλους ήρθε στον κόσμο, υγιέστατο με μαλλιά κατάμαυρα, λες κι ήταν μηνών κι όχι νεογέννητο. Ανακουφίστηκαν όλοι: οι γονείς, οι παππούδες, η Σμαρώ κυρίως και η μαμή.
Έλα όμως που δεν ήρθε ο διάδοχος, αλλά η τρίτη κόρη! Κι αμέσως η χαρά έγινε πένθος, κατάρες και μαλώματα κι απειλές στη νύφη, στη μαμή και στον άλλο, που τους πήρε τα χρήματα για το σερνικοβότανο. Περισσότερο έξαλλη η κυρά Μαρία, η πεθερά, που της φταίγανε όλοι και στόλισε τον καθένα αναλόγως «κακόχρονο να χεις μαμή, όσες ξεγεννάς τελευταία κάνουν κοπέλες κι εσύ γιε μου σου είπα εγώ ποια να πάρεις, εσύ ήθελες τη Σμαρώ, προίκισε τώρα τρεις και τις σάρκες θα σου φάνε. Αμ εκείνο τον αχαΐρευτο, που μας πήρε τα λεφτά και μας έταξε αγόρι, να μην τον δουν τα μάτια μου, πες τε του να εξαφανιστεί». «Σιγά βρε γιαγιά, τι ουρλιάζεις, θα κάνει κι άλλο η μαμά, καλή είναι κι η αδερφούλα μας» τόλμησε να πει το Μαράκι, που στο μεταξύ την είχε φωνάξει η μαμή, να δει το μωρό. Τι ήθελε και το ‘πε; Την άρπαξε απ’ τα μαλλιά και την ταρακούνησε τόσο, που τη λυπήθηκα κι αρχίσαμε να κλαίμε μαζί. Πήγαμε στο σπίτι μου και μείναμε εκεί ως το σούρουπο, με τη γιαγιά μου, τον αδερφό μου και τη μικρή αδερφή της Μαρίας.
Η μάνα μου εκείνη τη μέρα δεν ήρθε σπίτι μέχρι το βράδυ, γιατί έμεινε να φροντίσει τη λεχώνα και το μωρό, μια και η μαμή έφυγε λίγο μετά τη γέννα, με πολύ λίγα καλούδια και παρά την μεγάλη της προσπάθεια. «Να δοξάζετε το Θεό που το παιδί είναι γερό και η μάνα του καλά, η γέννα ήταν δύσκολη», είπε φεύγοντας, για να αντιμετωπίσει το επιθετικό και γεμάτο πίκρα βλέμμα της πεθεράς. Ήταν μια εμπειρία ζωής στα οκτώ μου, που δε θα την ξεχάσω ποτέ. Όμως η μάνα μου και η Σμαρώ δέθηκαν περισσότερο και μαζί αντιμετώπιζαν τα πάντα για πολλά χρόνια. Η γυναίκα με το κεφαλοπάνι δεν έκανε άλλο παιδί, δεν είχε τη δύναμη και την τόλμη να ξαναμπεί σε τόσο μεγάλη δοκιμασία. Με το που ήρθε το Καλοκαίρι ο θείος από την Αθήνα βάφτισε τη μικρή, Ελευθερία το όνομά της, που στο μεταξύ ήταν ένα κουκλάκι που όλα τα μεγαλύτερα παιδιά αγαπούσαμε και προσέχαμε πολύ. Το μυστήριο έγινε στο σπίτι της Σμαρώς, έτσι ήταν τότε τα βαφτίσια, σαν τώρα θυμάμαι τον παπά του χωριού, να τη βουτάει στην κολυμβήθρα και να περιμένει μετά την παχουλή αμοιβή του από τον Αθηναίο. Έφερε θυμάμαι και κλαρίνα, έδωσε σε μας τα παιδιά χρήματα (έτσι έκανε τότε στο νησί μας ο σωστός νονός), έγινε μεγάλο γλέντι, που έκανε όλους μας, μικρούς και μεγάλους, ακόμα και την κυρά Μαρία, να το διασκεδάσουμε. Φυσικά η κυρά Μαρία δεν πραγματοποίησε τις απειλές της, απλά έπαψε να πιστεύει στη δύναμη του σερνικοβότανου και απέτρεπε όσες νόμιζαν πως με αυτό κάτι θα κάνουν.


Τα χρόνια πέρασαν, οι τρεις κόρες έγιναν επιστήμονες, η γυναίκα με το κεφαλοπάνι προκομμένη, υπομονετική και μια γροθιά με τη μάνα μου. Μια μέρα η μάνα μου έφυγε, έτσι ξαφνικά κι έγινε εκείνη η δική μας μάνα. Την αγαπάμε και την ευγνωμονούμε, ακόμα φοράει το κεφαλοπάνι, φτιάχνει γλυκά και μας περιμένει. Είναι στο χωριό, δε φεύγει από το σπίτι, ας επιμένουν οι κόρες, οι γαμπροί και τα εγγόνια. Μας καλωσορίζει, χαμογελά, ποτέ δε μας μιλάει για αρρώστιες και για πόνο, ευχαριστεί τη ζωή που την έφτασε περίπου στα ενενήντα της. Το σπίτι της είναι ανοιχτό, η αυλή της πάντα ασβεστωμένη, ακόμα και τώρα ακουμπάει στο μπαστούνι της και ασβεστώνει, να είναι κάτασπρα και καθαρά. Κάθε χρόνο φυτεύει λουλούδια και μας δίνει και μας για τη δική μας αυλή. Στο χωριό έχουν αγοράσει σπίτια οι ξένοι κι αυτούς τους αγαπάει και τους δίνει ό,τι έχει. Γι’ αυτό τα Καλοκαίρια ντόπιοι και ξένοι μαζευόμαστε στην ασβεστωμένη πέτρινη, με τα πολλά ανθισμένα φυτά αυλή και γλεντάμε, αναπολώντας τα δύσκολα, αλλά όμορφα παιδικά μας χρόνια, με την ευχή να μην απουσιάζει κανένας, αν φυσικά αυτό μπορεί να είναι εφικτό…