«Ζήσε ρε! Μην υπάρχεις απλά! Μην περνάς από τη ζωή δίχως νόημα! Η ίδια η ζωή είναι το νόημα. Κάθε μέρα και μια κενή σελίδα στο τεφτέρι της ζωής μας, που στο τέλος της μετράνε οι πράξεις της. Και να αγαπάς, ακούς; Χωρίς ζύγι. Δεν έχει ζύγι η αγάπη. Δεν είναι κιλό, χρήμα, πράγμα, για να βγάλεις το κέρδος. Η αγάπη είναι το κέρδος, η αγάπη είναι ιδέα. Πάλεψε γι’ αυτήν. Υπηρέτησέ την και δε θα χάσεις».

Από τις αγαπημένες συγγραφείς στη χώρα μας η Πένυ Παπαδάκη, μέσα από τις ιστορίες της έχει καταφέρει να κερδίσει επάξια μία θέση στην καρδιά μας και τα βιβλία της να κοσμούν τις βιβλιοθήκες μας. Αυτή τη φορά όμως, το καθηλωτικό εξώφυλλο της Πολυξένης καταφέρνει να μαγνητίσει με το βλέμμα της μικρής ηρωίδας της και να μας πάρει από το χέρι για να μας διηγηθεί μία ιστορία που είναι γεμάτη αδικία αλλά και τόσα πολλά συναισθήματα που ο αναγνώστης παθιάζεται και δεν θέλει να σταματήσει πριν μάθει το τέλος.


Κάποιοι άνθρωποι είναι άτυχοι πριν ακόμη δουν το φως της ζωής. Είναι ίσως το αγαπημένο παιχνίδι της μοίρας να παιδεύει και να μοιράζει συμφορές, να θέτει διλλήματα και να περιμένει να δει τις αντιδράσεις των ανθρώπων. Πώς θα συμπεριφερθεί κάποιος σε μια σκληρή δοκιμασία; Τι θα κυριαρχήσει το συμφέρον ή το συναίσθημα; Και όταν φτάσει η στιγμή να αντιληφθεί κάποιος το πόσο μικρός είναι απέναντι στη ζωή, όταν τον αγγίζει ο αέρας του θανάτου, αρκεί μία «συγγνώμη» για να διορθώσει όλα τα λάθη που έχει πράξει;


Την αδίκησε η ζωή την Πολυξένη. Της στέρησε το πιο σημαντικό κεφάλαιο της ύπαρξής της, το μητρικό χάδι. Την αγκαλιά, ένα γλυκό φιλί, ένα ζεστό χαμόγελο, έναν καλό λόγο. Την πείσμωσε όμως και την όπλισε με δύναμη, με συναίσθηση της κατάστασης που αντιμετώπιζε, έστω και αν δεν μπορούσε να κατανοήσει λόγω της μικρής της ηλικίας γιατί η ίδια της η μάνα δεν την αγαπούσε, δεν την ήθελε.
Στα εννιά της μόλις χρόνια την έδιωξε μακριά της και ούτε που ξαναρώτησε γι’ αυτήν. Την πόνεσε αυτό την Πολυξένη. Το μόνο που ζητούσε πάντα ήταν να την αγαπούν μα και στο νέο περιβάλλον που βρέθηκε βίωσε την αδικία, την αντιζηλία, τη στέρηση της αγάπης, έστω και αν το καταλάβαινε ότι ήταν πολύ καλύτερη από όσους την αδικούσαν. Δύο άνθρωποι όμως τη νοιάστηκαν και στάθηκαν διακριτικά δίπλα της μέχρι να φτάσει η στιγμή που θα άφηνε για άλλη μια φορά πίσω της ό,τι την πονούσε.


Και έφτασε η στιγμή που γνώρισε επιτέλους την ανιδιοτελή αγάπη κοντά στον Ευθύμη και την Αρετή, τους ανθρώπους που λάτρεψε και η ίδια σαν γονείς, που της έδειξαν το δρόμο της στη ζωή, που της επέτρεψαν να κάνει όνειρα και να αγαπήσει κι εκείνη. Όμως πολλές φορές οι απρόοπτες καταστάσεις οδηγούν σε νέα αδιέξοδα και οι άνθρωποι καλούνται να βιώσουν νέες δοκιμασίες, ίσως για να μάθουν πόσο ανθεκτική είναι η καρδιά τους μπροστά στον πόνο.

Παράλληλες ζωές, ιστορίες που διαδραματίζονται και αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση. Κάποιοι θεωρούν ότι μπορούν να ξεγελούν για πάντα όσους αδίκησαν και γελούν εις βάρος τους. Οι ανόητοι. Πόσο καιρό άραγε θα μπορεί να κρύβεται κάποιος από την αλήθεια; Γιατί η αλήθεια θα βρει πραγματικά τον τρόπο να βγει στο φως και όχι μόνο να λάμψει αλλά να αποκαταστήσει με τον καλύτερο τρόπο όσες αδικίες έχει επιτρέψει να υποστούν όσοι δεν έφταιξαν σε τίποτε.
Ένα πολύ όμορφο μυθιστόρημα, με γραφή που ρέει, με συμπυκνωμένες και όχι περιττές αναλύσεις και πληθώρα συναισθηματικών διακυμάνσεων. Μια ιστορία που αποδεικνύει περίτρανα ότι ο καθένας εν τέλει, θα βρει αυτό που του αξίζει ενώ κάποιοι άλλοι θα πάθουν ό,τι τους αξίζει!

Η Πολυξένη άνοιξε τον φάκελο που κρατούσε στα χέρια της. Ένα εξώφυλλο περιοδικού πρόβαλε μπροστά στα μάτια της και της έκοψε την ανάσα. Ήταν η κοπέλα που την επισκεπτόταν στα όνειρά της. Η ομοιότητά τους ήταν συγκλονιστική!
Αυτή είναι η μητέρα σου.
Τα καλλιγραφικά γράμματα της γιαγιάς της έκαναν τις συστάσεις.
Σε ένα άλλο εξώφυλλο χαμογελούσε παιχνιδιάρικα και πίσω της ήταν ένας άντρας· κάποιος είχε κυκλώσει τη μορφή του.
Αυτός είναι ο πατέρας σου, διάβασε και αναρωτήθηκε γιατί δεν υπήρχε ούτε μια φωτογραφία του στο σπίτι όπου έμενε με την Ασημίνα. Ήταν ένας ωραίος άντρας, ένας άντρας που είχε το ερωτευμένο βλέμμα του καρφωμένο στη μάνα της.
Τουλάχιστον γεννήθηκα από έρωτα, σκέφτηκε κι ευχήθηκε, αν κάποτε αποκτούσε ένα παιδί, να ήταν από έρωτα.
Μια λευκή κόλα χαρτί, που από τα χρόνια είχε ελαφρώς κιτρινίσει στις άκρες, ήταν διπλωμένη στα δύο. Την άνοιξε σχεδόν ευλαβικά για να μην τη σκίσει και διάβασε μία και μόνο λέξη: ΣΥΓΓΝΩΜΗ.
Αυτή τη λέξη και μια απάντηση στο «γιατί», που της έτρωγε χρόνια την ψυχή, περίμενε η Πολυξένη από την Ασημίνα. Μα η συγγνώμη απαιτεί γενναιότητα και οι απαντήσεις αλήθεια, κι αυτή η γυναίκα δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτές τις αξίες. Καταχράστηκε καθετί δικό της –την ταυτότητά της, τα γνήσια έγγραφά της, την περιουσία της– κάνοντάς τη να νιώθει πως δεν ανήκει πουθενά· πως είναι… Πολύ-ξένη.

Θα έρθει άραγε η λύτρωση; Και αν ναι, για ποια από τις δύο;