Τζερόμ Ντ. Σάλιντζερ
Εκδόσεις Πατάκη Σελ. 309
Μετφρ: Αθηνά Δημητριάδου

▪️”Ο Φύλακας στη Σίκαλη” του Σάλιντζερ είναι μυθιστόρημα το οποίο δημοσιεύθηκε το 1951 και θεωρείται ένα από τα πιο επιδραστικά έργα της αμερικανικής – νεανικής και όχι μόνο – λογοτεχνίας καθώς αποτύπωσε ρεαλιστικά την αγχώδη διαδρομή του βασικού ήρωα Χόλντεν Κόλφιλντ από την αθώα παιδικότητα στην σκληρή ενηλικίωση και τον ανέδειξε ως τον πιο πολυσυζητημένο επαναστάτη-έφηβο χωρίς… αιτία.
Στην Ελλάδα εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1977 από τις εκδόσεις “Επίκουρος” σε μετάφραση-άθλο της Τζένης Μαστοράκη.
Η παρούσα τρίτη ανατύπωση του “Πατάκη” 2022 είναι επίσης σε εξαιρετική, επικαιροποιημένη γλωσσικά μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου.


▪️Ήταν το πρώτο μυθιστόρημα του εικοσιπεντάχρονου τότε Σάλιντζερ ο οποίος μετέφερε τα πρόχειρα χειρόγραφα “του Φύλακα” στο στρατιωτικό του σακίδιο όταν συμμετείχε στην απόβαση στη Νορμανδία το 1944 και κατόπιν όταν η μεραρχία του καθηλώθηκε από τους Γερμανούς σε ένα δάσος για περίπου τρεις μήνες.
Ωστόσο, ενώ η πλοκή δεν έχει καμία σχέση με τον πόλεμο, σε δεύτερο επίπεδο ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει το μετατραυματικό άγχος των μαχών, την απόγνωση και την αμφισβήτηση στην ανθρώπινη ακεραιότητα καθώς και όλα όσα βίωσε ο συγγραφέας στο μέτωπο -στοιχεία τα οποία προσάρμοσε στην ψυχοσύνθεση του ήρωά του.
Είναι γραμμένο σε μία ιδιότυπη γλώσσα πρωτοπρόσωπης αφήγησης όπου ο νεαρός πρωταγωνιστής-αφηγητής χρησιμοποιεί αφειδώς slang ιδιόλεκτα της εποχής και γενικότερα εισάγει ένα νέο, προκλητικό λογοτεχνικό ύφος για τα δεδομένα της δεκαετίας ’40-’50, αποδίδοντας στον συγγραφέα αναπάντεχη δημοσιότητα – όχι πάντα θετική – η οποία τον τρόμαξε και τον οδήγησε σε απόσυρση από το προσκήνιο.
Για πάνω από πενήντα χρόνια ήταν το πιο cult βιβλίο του εικοστού αιώνα, με συντηρητικούς γονείς, σχολεία και εκκλησιαστικές οργανώσεις να του καταφέρονται απροκάλυπτα, σε αντιδιαστολή με τους φανατικούς και ένθερμους αναγνώστες που ταυτίζονταν με τον παρεξηγημένο έφηβο του Σάλιντζερ.


▪️Ο 18άρης Χόλντεν, γόνος ευκατάστατης οικογένειας, βρίσκεται σε κέντρο ψυχικής φροντίδας όπου μεταφέρθηκε από τους γονείς του για να χαλαρώσει και να “συμμορφωθεί” ώστε να είναι σε θέση να ξαναπάει σχολείο τον επόμενο Σεπτέμβρη. Όντας εκεί, αναπολεί τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν κατά την περίοδο της απόδρασής του από την Πενσυλβάνια στη Νέα Υόρκη και την μετέπειτα επιστροφή του στο σπίτι.
Τον προηγούμενο χρόνο, παραμονές Χριστουγέννων αποβλήθηκε από το τρίτο κατά σειρά περιώνυμο σχολείο που φοιτούσε, λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του και έλλειψης επιμέλειας – μόνο στο μάθημα της έκθεσης ήταν καλός, στα υπόλοιπα φλέρταρε με την βάση.
Δραπετεύοντας στη Νέα Υόρκη, πιστεύει πως μπορεί να είναι επί τέλους ο εαυτός του, ο κυνικός, αμφισβητίας, βαριεστημένος και ακυρωτικός εαυτός του, απέναντι σε όλους τους “κάλπηδες” ενήλικες που δεν συμμερίζονται τις απόψεις του. Σημειολογική εδώ η χρήση της λέξης “κάλπηδες” που για τον Χόλντεν δεν σημαίνει κακός, ζοφερός και άδικος, αλλά ψεύτικος, επιφανειακός και δήθεν, άρα δείγμα ανθρώπου προς αποφυγή.


◾<<Όλοι αυτοί οι διανοούμενοι δε γουστάρουνε ν’ανοίγουνε διανοουμενίστικες συζητήσεις μαζί σου, εξόν αν έχουνε αυτοί το πάνω χέρι.>>◾
[Μια ζωή λέω: <<χάρηκα που σε γνώρισα>> σε κάποιον που καθόλου δεν χάρηκα που τον γνώρισα. Αν όμως θες να επιβιώσεις, πρέπει να το λες και αυτό, τι να κάνουμε.]


Στο βάθος κρύβει ένα ρομαντικό, ευαίσθητο και μπερδεμένο παιδί που επιλέγει για συναναστροφή, επίτηδες θαρρείς, περίεργα άτομα, όπως οδηγούς ταξί, καλόγριες, τουρίστες, φευγάτους μουσικούς, μαστροπούς, πόρνες, παλιούς συμμαθητές και αμφιλεγόμενους καθηγητές, προσπαθώντας με όλους αυτούς να είναι ευγενικός.


◾<<Όταν παγώσει η λιμνούλα στο Σέντραλ Παρκ, οι πάπιες πού θα πάνε;>>… αναρωτιέται σε κρίση ευαισθησίας.◾


▪️Μύχιος πόθος του είναι να απομακρυνθεί από όλους και όλα και να ζήσει σε ένα ξύλινο σπιτάκι μέσα στη φύση κάνοντας μία όμορφη οικογένεια με την αγαπημένη του, όποια θα είναι αυτή.
Η προσέγγισή του όμως είναι ανώριμη, άγαρμπα αυθόρμητη και μη αποδεκτή, με αποτέλεσμα να γίνεται αντιπαθητικός και οι άλλοι να απομακρύνονται από κοντά του οδηγώντας τον σε πλήρη αυτοματαίωση και κατάρρευση.


◾<<Το μεγάλο μου πρόβλημα είναι που πάντα νομίζω πως όποια μου τύχει να χαϊδολογήσω είναι και πανέξυπνη. Καμία σχέση δεν έχει, να πούμε, το ένα με το άλλο, αλλά, τι να κάνουμε, εγώ έτσι το σκέφτομαι πάντα.>>◾


Απογοητευμένος από τον σκοτεινό όπως θεωρεί κόσμο των ενηλίκων προσπαθεί να κρατήσει απείραχτη την παιδικότητά του θεωρώντας ότι αυτή θα τον σώσει από το να γίνει όμοιός τους.


▪️Μόνιμη φαντασίωση που τον κατατρύχει είναι ένα χωράφι με σπαρμένη σίκαλη δίπλα σε γκρεμό όπου παίζουν παιδιά ανέμελα και αυτός να στέκεται εκεί στην άκρη, προφυλάσσοντάς τα από το να γλιστρήσουν στο γκρεμό της αναπόδεκτης ενηλικίωσης με τις άπειρες υποχρεώσεις και ευθύνες των μεγάλων και κυρίως με τις ψεύτικες συμπεριφορές.


▪️Το μυθιστόρημα τελειώνει με τον Χόλντεν να εκφράζει την αισιοδοξία ότι οι εμπειρίες του τού χάρισαν την απαιτούμενη ωριμότητα ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της επόμενης σχολικής χρονιάς. Ωστόσο, η εκφορά του λόγου και η ποιότητα της σκέψης του δεν αποδεικνύει ότι είναι έτοιμος….


◾ <<Αυτός ο ψυχαναλυτής που έχουνε εδώ πέρα, με ρωτάει συνέχεια αν θ’ αποφασίσω να στρωθώ στο διάβασμα [………..] Η ερώτηση κατά την άποψή μου είναι χαζή. Θέλω να πω, πώς μπορείς να ξέρεις τι θα κάνεις προτού το κάνεις;>>◾


▪️Ένα μυθιστόρημα με πολυστρωματικό βάθος νοήματος που η γοητεία του επαφίεται στην αναγνωστική εμπειρία και την εις βάθος διερεύνηση• γοητεία διαφορετική για κάθε χρονική περίοδο ανάγνωσης και ηλικιακή ομάδα, διεγερτική ούτως ή άλλως της φαντασίας.
▪️Ένα είναι σίγουρο! Ότι σήμερα η ιστορία του Σάλιντζερ, ούτε τρομάζει, ούτε σκανδαλίζει, ούτε σοκάρει πιά. Αυτό όμως που δεν έχει αλλάξει ακόμη και στις μέρες μας είναι η αγωνία της εφηβείας για τον σεξουαλικό προσδιορισμό, για ασφαλές μέλλον μέσα σε ένα περιβάλλον δυσοίωνο και στείρο από ιδέες, από έμπνευση και οράματα που οδηγεί στην απογοήτευση και την αντίδραση.


◾<<Μη μ’αφήσεις να εξαφανιστώ…. μη μ’αφήσεις να εξαφανιστώ…>>◾

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Jerome David Salinger Η.Π.Α.
Ο J. D. Salinger (1919-2010) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Κέρδισε τη συγγραφική του φήμη με την έκδοση ενός και μόνο μυθιστορήματος, του “The Catcher in the Rye” (“Ο φύλακας στη σίκαλη”, 1951), του οποίου ο κεντρικός ήρωας, Holden Caulfield, συνόψιζε τη βίαιη έκφραση του άγχους της νέας γενιάς της εποχής. Η αίσθηση που προκάλεσε το βιβλίο και η ταύτισή του με τη γενιά των μπήτνικ, ανάγκασε τον Σάλιντζερ να εγκαταλείψει τη Ν. Υόρκη για ένα σπίτι στους μακρινούς λόφους του Cornish, New Hampshire. Προηγουμένως, είχε προλάβει να δημοσιεύσει και ορισμένα διηγήματά του, σε ένα από τα οποία -στο “A Perfect Day for Bananafish” (“Τέλεια μέρα για μπανανόψαρα”, περιοδικό “New Yorker”, 1949)-, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Seymour Glass, χαρακτήρας τον οποίο ξαναβρίσκουμε στα βιβλία “Franny and Zooey” (“Φράνυ και Ζούι”, 1961) και “Raise High the Roof Beam, Carpenters/Seymour: An Introduction” (“Ψηλά σηκώστε τη στέγη, ξυλουργοί/Σίμορ: συστατικά στοιχεία”, 1963), τα μόνα άλλα βιβλία που εξέδωσε ο Σάλιντζερ. Από 35, περίπου, διηγήματά του που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα, κατά τη γνώμη του, μπορούσαν να αντέξουν στο χρόνο, στον τόμο “Nine Stories” (“Εννέα ιστορίες”, 1953). Πέθανε τον Ιανουάριο του 2010 στο σπίτι του, στο Νιού Χαμπσάιρ, από φυσικά αίτια.