«Ψηλά με νεύματα χαιρετισμών,
γράφω λέξεις στον αέρα επιπόλαια,
αλλά κάτω το ταπεινό πλήττεται ίσως.
Απ΄ το νεκρό πόδι στο ζωηρό μάτι σχεδόν τίποτα,
Αύριο θα συλλάβουμε τις αποστάσεις
» Φιλίπ Ζακοτέ


Λέξεις χωρίς στο συναισθηματικό τους έρεισμα. Λέξεις ασύνδετες μεταξύ τους που δεν αγκιστρώνουν πουθενά για να φτιάξουν εικόνες από πραγματική ζωή. Αταίριαστες λέξεις ,που δεν βγάζουν νόημα.
Κι όμως προσπαθώ.
Κάποιος σαρανταοκτάχρονος, έφυγε από το πατρικό του σπίτι και πήγε να μείνει μόνος του.
Είναι ένα πλάσμα αναίσθητο, ένας μελαγχολικός άνθρωπος, ένας άνθρωπος ψυχικά ακρωτηριασμένος, ένας πραγματικά ξένος για τον ίδιο και τους Άλλους.
Η κόλαση είναι οι Άλλοι;
Απόλυτη μοναξιά.
Ο ταραγμένος κόσμος του ήρωα κυριαρχείται από τον μαύρο ήλιο της μελαγχολίας, αποτέλεσμα ενός παιδικού ψυχικού τραύματος, που ευθύνεται για την απώλεια όχι μόνο της ατομικότητας και της αξιοπρέπειας αλλά και της ανθρωπιάς του.
Ο ήρωας ζει μια ζωή δίχως εκπλήξεις, μακριά από τους Άλλους.
Υπερασπίζεται την αυτονομία του με το να μην εξαρτάται από καμία συγκίνηση, καμία εγγύτητα, ερωτική ή φιλική.
Εντάξει, δεν έχει φίλους, και τι έγινε;


Θυμάται την παιδική του ηλικία. Σκοτεινιασμένες αναμνήσεις. Ήταν ένα φοβισμένο αγόρι. Ήταν άτολμος, συνεσταλμένος, ντροπαλός. Ήταν από τότε μοναχικός τύπος. Οι Άλλοι συνομήλικοι του τον λοιδορούσαν, για να διασκεδάσουν.
Ο Θωμάς ή μάλλον το Θωμαδάκι χωρίς παιδιά, ανίψια, γυναίκα, ούτε φίλους… ολομόναχος… δεν είχε μάθει να είναι φιλικός. Όλους τους αντιμετώπιζε με επιφύλαξη. Με τα άλλα τα παιδιά ήταν και είρωνας. Έπαιζε με τις ντροπές τις αναστολές, τις συστολές τους.
Σήμερα απάθεια διακατέχει το σώμα του και το μυαλό του. Μόνο βλέπει ακούει και κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Οι Άλλοι δεν θα μάθουν ποτέ τι σκέπτεται.
Το επίμονο βλέμμα του Άλλου επάνω του του δημιουργεί αμηχανία.
Οι Άλλοι τον κατηγορούν ότι έχει μεταλλαχθεί. Πως έχει γίνει σαν μηχανή, ψυχρός, απαθής, αδιάφορος για οτιδήποτε συμβαίνει έξω από αυτόν. Δεν λένε όμως ότι αυτό που είναι, αυτοί το χτίσανε λίγο λίγο και αθόρυβα. Είναι αποτέλεσμα των πράξεών τους. Είναι αυτό που επιδιώξανε να γίνει. Αυτός έκανε αυτό που τον προγραμματίσανε οι Άλλοι να κάνει, να μη του καίγεται καρφί για τίποτα. Το πετύχανε στάζοντας στην ψυχή του μικρές σταθερές δόσεις ανοσίας για οτιδήποτε δεν τον αφορά.
Αμπαρωμένος στο κέλυφος του προσωπικού του χώρου και μακριά από τους Άλλους διαχειρίζεται τη ζωή του καλύτερα. Έξω, μόνο σε μπελάδες μπαίνει.
Όταν ενοχλείται από κάτι, σχεδόν πάντα η μύτη του αιμορραγεί. Τον προβληματίζει που ακόμα είναι ευάλωτος στην επιρροή των Άλλων. Ένας αποτελεσματικός τρόπος να αμυνθεί είναι να μην τους συναντά καθόλου για να μην εκτίθεται στην επιρροή τους.
Αποφεύγει συστηματικά τους Άλλους οι οποίοι είναι ακριβώς αυτοί που του προκαλούν τον θυμό. Για να μη συναντηθεί μαζί τους ψωνίζει κυρίως μέσω internet.
Παρακολουθεί τις ιστορίες των Άλλων αποδιώχνοντας βέβαια το βάρος που αυτές προκαλούν. Δίχως καμία συμμετοχή, ούτε καν συναισθηματική, παρατηρεί τα παράξενα του κόσμου τους και πώς ξοδεύουν τις ώρες τους σε ανόητες συναντήσεις και συζητήσεις. Μιλάνε για τα πάντα, για τους έρωτές τους, των παιδιών τους, των φίλων τους τι αγόρασαν τι δεν αγόρασαν, τι έκανε ο ένας τι έκανε ο άλλος, μοιράζουν συνταγές ευτυχίας, συνταγές μαγειρικής, συνταγές ιατρικής. Δεν τους ενδιαφέρει να ακούσουν, μόνο να ακουστούν θέλουν και κυρίως να πείσουν. Μέσα σ΄ ένα ηχηρό πηγαινέλα δίνουν ο ένας στον άλλο υποσχέσεις χωρίς να κοιτάζονται στα μάτια. Παρ΄ όλα αυτά πορεύονται αξεδιάλυτα μαζί. Μια κινούμενη οργανική μάζα. Ένας χυλός.
Τους βαριέται.


Αποφεύγει την εγγύτητα. Με την αποφυγή της εγγύτητας και κυρίως οποιασδήποτε συναισθηματικής εμπλοκής, προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα του φόβου του. Φοβάται πως οι Άλλοι θα εισβάλλουν και θα οικειοποιηθούν τον χώρο του. Φοβάται ότι θα χάσει την ιδιωτικότητά του.
Φοβάται το κενό.
Είναι αδιάφορος. Δεν ανακατεύεται με τα πώς και τα γιατί των Άλλων. Δεν τον νοιάζει τι κάνουν. Αντίστοιχα, δεν θέλει και αυτοί να νοιάζονται για αυτόν. Κρύβει τις σκέψεις του για να μη μάθει κανείς τι ξέρει και τι δεν ξέρει.
Απεχθάνεται τον έλεγχο. Ο τρόπος του να τον αντιμετωπίζει είναι να οχυρώνεται στη συναισθηματικά αποστειρωμένη σιωπή του. Η σιωπή του είναι ένας τρόπος αντίστασης.
Ανεπιφύλακτα λέει ότι είναι ευνοημένος που μπορεί να κλείνεται στον πραγματικό χώρο της γκαρσονιέρας του και από εκεί ανενόχλητα να ανοίγεται σε έναν άλλο, μη πραγματικό χώρο, αυτόν της εικονικής πραγματικότητας. Τηλε-ζει ελεύθερα με μοναδικό περιορισμό τις δυνατότητες της φαντασίας του. Η φαντασία του γίνεται ο δημιουργός της ύπαρξής του.
Βλέπει ένα όνειρο και αυτό το όνειρο το βλέπει συχνά…
Απολαμβάνει τη ζωή του ξεκούραστα με μακαριότητα, ηδονική αποχαύνωση, χαλαρωτική απάθεια. Θέλει να είναι ελεύθερος.
Προσπαθεί από το παρελθόν να πιαστεί. Δεν έχει μνήμες πια, τις εξάντλησε. Ούτε εικόνες από καινούργια ζωή έχει να ανακαλέσει πραγματικά γεγονότα, ταξίδια, οικεία πρόσωπα, οικείες φωνές, μυρωδιές…


Πού πήγαν όλοι αυτοί που είχε γνωρίσει στη ζωή του; Πού εξαφανίστηκαν;
Αποδεικτικά στοιχεία που να πείθουν ότι έζησε δεν έχει. Μόνο σκέτες λέξεις έχει. Θόρυβος, κύματα, βράχος, γκρι, αποχρώσεις, φύκια, στεγνό, άσπρο, δειλινό ,παιχνίδι, θρόισμα, μυρωδιά, φρούτα, νύχτα, δύο, τσιγάρο, αηδόνι, κύκνος, κουρούνα, άμμος, χαρταετός, απομεινάρια, ξέπλυμα, κύμα, αλμύρα, θαλασσοπούλι, χταπόδι, καβούρι, σιωπή, μπουκαμβίλια, Κυκλάδες, ροζ, κόκκινο, μοβ, θερμό, μεταλλικό, καταιγίδα, νύχτα, φεγγαράδα, σκιά, αμυγδαλιά ,άνθη, αστραπή, πουλιά, δροσιά, Απρίλης…
Λέξεις αποκομμένες από την ιστορία τους. Λέξεις που κακοποιήθηκαν στη χρήση τους. Ανυπόστατες λέξεις που τις παίρνει ο αέρας.
Λέξεις που δεν τις έζησε.
Λέξεις που δεν ζεις δεν φέρνουν αναμνήσεις…
Το έργο της Κωνσταντίνας Κατρακάζου ζει σε μια ένταση ανάμεσα στη μοναξιά της αποξένωσης και την αναγκαία αλλά τόσο αηδιαστική και άθλια κοινωνικότητα.
Με αφορμή την περιπέτεια ενός περιθωριοποιημένου ήρωα που η ζωή τον φτύνει «σαν κουκούτσι», είναι στην πραγματικότητα ένα σκοτεινό εφιαλτικό και με συμβολικές και μεταφυσικές προβολές κείμενο, ένα σύγχρονο ψυχολογικό βιβλίο, με τον ήρωα να αγωνίζεται να ξεφύγει από φανταστικούς και πραγματικούς διώκτες και να παλεύει με τα προσωπικά του τραύματα και να παλινδρομεί στην κόλασή του .
Ένα αξιανάγνωστο βιβλίο.


Η Κωνσταντίνα Κατρακάζου γεννήθηκε το 1953 και είναι εικαστικός και σκηνογράφος. Έχει παρουσιάσει τη δουλειά της σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και σε θέατρα στην Ελλάδα. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στο μάθημα εικαστικών και στις τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης. Το βιβλίο «Λέξεις που δεν έζησε…» είναι το πρώτο έργο της που εκδίδεται.