Συγγραφέας του βιβλίου «Μαμά…» – Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ

Το Vivlio-life συμμετέχει στον εορτασμό προς τιμήν της μητέρας και της μητρότητας με τη «Μαμά…». Στις είκοσι αληθινές ιστορίες της Μαρίας Καμπάνταη οι ηρωίδες μιλούν από τη θέση της μαμάς άλλα και από τη θέση του παιδιού. Ένα βιβλίο που μπλέκει την ψυχολογία με τη λογοτεχνία και εκπλήσσει ευχάριστα τον αναγνώστη, καθώς βρίσκει στις τελευταίες του σελίδες, χειρόγραφες μαγειρικές συνταγές… της μαμάς! Όπως μας λέει η συγγραφέας «Αγαπώ ν’ ακούω και ν’ αφηγούμαι ιστορίες. Η μητέρα μου ευθύνεται γι’ αυτό, παρατούσε ό, τι έκανε και μας… μαγείρευε παραμύθια. Και πάντα έβαζε δικά της συστατικά στην πλοκή. Αυτό μου έμαθε να κάνω. Όλες οι ιστορίες μου είμαι εγώ ή αντιστρόφως, εγώ είμαι όλες οι ιστορίες μου˙ ακόμη κι αν μου τις εξομολογήθηκαν άλλοι, στο μικρό γραφείο μου ή στον φιλικό μου κύκλο».

  • Γιορτή της μητέρας σε λίγες ημέρες και οι είκοσι ιστορίες του βιβλίου σας είναι ιδανικές για να συμβάλλουμε ως Vivlio-life σ’ αυτόν τον εορτασμό. Ποιες είναι οι ηρωίδες σας και μέσα από ποια διαδικασία καταλήξατε στις συγκεκριμένες;
    Οι μητέρες είναι πάντα ηρωίδες, εντός ή εκτός βιβλίων. Ειδικά οι σύγχρονες, που έχουν πολλά τεχνολογικά μέσα και γνώσεις αλλά ταυτόχρονα πολλούς ρόλους και ευθύνες, παρά το γεγονός ότι οι νέοι πατεράδες είναι πιο βοηθητικοί στο μεγάλωμα των παιδιών από τους παλαιότερους. Οι ηρωίδες μου μιλούν από τη θέση της μαμάς άλλα και από τη θέση του παιδιού. Συναντούμε μητέρες που αγαπούν ενστικτωδώς, αυτονόητα, γνήσια, καταδεκτικά αλλά και άλλες που υπερπροστατεύουν, απορρίπτουν, πιέζουν και παραμελούν συναισθηματικά. Η διαμεσολάβηση στη σχέση με τα παιδιά τους γίνεται μέσα από ιστορίες που έχουν θεματικό πυρήνα το φαγητό, καθώς η σχέση μάνας-παιδιού έχει ως βάση της τη θρέψη, φυσική και ψυχική. Όλες οι μαμάδες του βιβλίου -ίσως και του κόσμου- έχουν κοινό την αγάπη προς το παιδί τους. Όμως η αληθινή αγάπη δεν έχει όρους και όρια αλλά μέτρο. Αν περισσεύει ή λείπει, τότε η μητρική αγκαλιά μετατρέπεται σε θηλιά. Ακούγονται όμως και παιδιά, που ανακαλύπτουν πόσο μοιάζουν με τις μανάδες τους, αναρωτιούνται για τα λάθη και τα σωστά τους στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, στο μεγάλωμα των δικών τους παιδιών και τη ζωή τους, ενώ θυμούνται στιγμές από τη σχέση με τη μητέρα τους. Φυσικά, κατέληξα στις συγκεκριμένες πρωταγωνίστριες τόσο κινούμενη αυτοαναφορικά όσο και μετουσιώνοντας αφηγήσεις γυναικών, των οποίων τα συναισθήματα και τις σκέψεις, ακούω καθημερινά στο περιβάλλον μου, κοινωνικό ή επαγγελματικό.
  • «Το βιβλίο αυτό ξεκίνησε από μια σκέψη για ένα δώρο γενεθλίων στη μητέρα μου… με τυπωμένες κάποιες χειρόγραφες αγαπημένες συνταγές που τις έφτιαχνε συχνά, με σκοπό να μείνει το αποτύπωμά της και στις επόμενες γενιές», διευκρινίζετε στο σημείωμά σας. Τι άλλαξε τη συγγραφική σας ρότα;
    Το φαγητό της μαμάς πάντα είναι μια καλή ιδέα, και για βιβλίο! Ξεκίνησε ως έκπληξη για τα ογδόντα έξι χρόνια της μητέρας μου, δεινή Πόντια μαγείρισσα και άξια μάνα τεσσάρων παιδιών, η οποία λέει «Ακόμα μαθαίνω», στη μαγειρική και στη ζωή. Στη διαδρομή μεταξύ έμπνευσης και υλοποίησης της ιδέας, μου ήρθε στο μυαλό η δυναμική της επανάληψης που έχουν τόσο οι μαγειρικές συνταγές όσο και οι συνταγές στις σχέσεις των ανθρώπων. Σκέφτηκα ακόμη ότι και το «Θα μου δώσεις τη συνταγή!», που λέμε συχνά, σημαίνει τελικά σχέση ανθρώπινη. Αναλογίστηκα και τον εαυτό μου ως μητέρα, αλλά και ό,τι ακριβώς θα ‘θελα να μείνει στην κόρη και το γιο μου από εμένα, σαν δακτυλικό αποτύπωμα. Τελικά, αισθάνθηκα την ανάγκη να το χαρίσω σε όλες τις μητέρες του κόσμου (που είναι ταυτόχρονα παιδιά μιας μητέρας), που μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους σε μορφωτικά ή βιοτικά επίπεδα, μοιάζουν όμως σε ενοχές, συναισθήματα, έγνοιες, κακοτοπιές ή κατορθώματα και ποτέ δεν είναι αργά να τολμήσουν μια εκ νέου συνάντηση, μια νέα σχέση με τον εαυτό τους και τα παιδιά τους. Ξεκινώντας μάλιστα από την κουζίνα του σπιτιού τους. Στο δώρο μου έδωσα τον τίτλο Μαμά… Είναι η πιο απλή λέξη του κόσμου, προφέρεται ακριβώς το ίδιο σε όλες σχεδόν τις γλώσσες και εκφράζει τις πιο βαθιές ανάγκες μας, σε όποια γειτονιά της Γης και αν ζούμε.
  • «Σε όλες τις μητέρες, τις ποιήτριες του κόσμου μας», το αφιερώνετε και δίνετε μια άλλη διάσταση στην πιο γλυκιά λέξη του κόσμου. Μιλήστε μας για τις “ποιήτριες”.
    Η μητέρα έχει ένα ειδικό θάρρος, το θάρρος του ποιητή, όπως λέει ο Ελύτης. «Να γίνεται άνεμος για τον χαρταετό….» Αυτό δεν κάνει ο ποιητής; Εμπνέεται, δημιουργεί, ξενυχτά, παιδεύει και παιδεύεται από τον στίχο του, «θρέφει» τις σκέψεις του και τις βλέπει να ανθίζουν, μετά τις βάζει σε σειρά, σε μια επι-κοινωνία. Ξεπερνά τον εαυτό του αλλά και… άνυδρα εδάφη. Το ίδιο δεν κάνει μια μητέρα; Υπερβαίνει τόσες φορές τις αντοχές της, τις ανάγκες της, τον εγωισμό της, τα όριά της, χάριν της ζωής που μεγαλώνει. Μας φέρνει στη ζωή αλλά, ταυτόχρονα, ποιεί και τον κόσμο μας, τον τρόπο δηλαδή που σκεπτόμαστε, αισθανόμαστε και δρούμε. Το καθρέφτισμά μας στο δικό της βλέμμα θα μας εφοδιάσει ή όχι με την αυτοεκτίμηση που έχουμε ανάγκη, ώστε να διαμορφώσουμε την προσωπικότητά μας. Βαρύ έργο, έργο ποιητή. Βέβαια, δεν έχουμε όλοι ταλέντο να φτιάχνουμε… ρίμες, αλλά ποίημα είναι κι ένα απλό χαΪκού, κι ας φαίνεται άτακτο. Ποτέ δεν είναι αργά για ένα… στιχάκι στη σχέση με το παιδί μας ή τον εαυτό μας. Κι ας είναι κι ένα απλό, άτακτο «Σ’ αγαπώ» στην πόρτα του ψυγείου, κάτω από τη λίστα του super market.
  • Αυτό που προσθέτει ένα επιπλέον ενδιαφέρον στη «Μαμά…» σας, είναι πως αποτελείται από αληθινές ιστορίες. Πόσες από αυτές τις ιστορίες κρύβουν μέσα τους δικά σας συναισθήματα που είχατε ως κόρη αρχικά αλλά και ως μητέρα στη συνέχεια;
    Αγαπώ ν’ ακούω και ν’ αφηγούμαι ιστορίες. Η μητέρα μου ευθύνεται γι’ αυτό, παρατούσε ό, τι έκανε και μας… μαγείρευε παραμύθια. Και πάντα έβαζε δικά της συστατικά στην πλοκή. Αυτό μου έμαθε να κάνω. Όλες οι ιστορίες μου είμαι εγώ ή αντιστρόφως, εγώ είμαι όλες οι ιστορίες μου˙ ακόμη κι αν μου τις εξομολογήθηκαν άλλοι, στο μικρό γραφείο μου ή στον φιλικό μου κύκλο. Η αφήγηση, η συγγραφή αλλά και η ανάγνωση βιβλίων είναι μια δυναμική διαδικασία, σαν την ψυχοθεραπεία. Είναι καθρέφτισμα, δίνει και παίρνει αυτό που έχεις ανάγκη. Η «Μαμά…» μου όμως είναι περισσότερο αυτοαναφορική από το πρώτο μου βιβλίο, ίσως γιατί, όπως κάνουμε και με τα παιδιά μας, στα δευτερότοκα τολμάμε περισσότερο. Ειδικά στην ιστορία μου με τον τίτλο «Δεν ξέρω από που να ξεκινήσω» συστήνω τον εαυτό μου, ως ψυχολόγο, συγγραφέα, μαμά και κόρη, περιγράφοντας τα κοινά συναισθήματα που μοιράζονται όλοι αυτοί οι φαινομενικά διαφορετικοί ρόλοι.
  • Υπάρχει κάποια αόρατη κλωστή – σαν εκείνη που όπως λέτε μας συνδέει με τη μητέρα μας – που συνδέει τις μαμάδες που επιλέξατε να ψυχογραφήσετε ή μήπως είναι γυναίκες που με την επαγγελματική ιδιότητα της Ψυχολόγου, συναντήσατε;
    Είτε εκτός είτε εντός του γραφείου μιας ψυχολόγου, οι μαμάδες συνδέονται μεταξύ τους με μια ανθεκτική αόρατη κλωστή, την αγάπη και την έννοια για τα παιδιά τους. Αυτό ενώνει και τις μαμάδες του βιβλίου μου. Πρόκειται για πραγματικές μαμάδες, και στην αρχή στο μυαλό μου φλέρταρα με την επιλογή ακριβώς αυτού του τίτλου. Μαμάδες με κοινά, πραγματικά συναισθήματα, κοινές τακτικές, ενοχές και δοκιμές, απογοητεύσεις, χαρές, λύπες, αυτομομφές, ίδια άγχη, γκρεμίσματα και ανασκουμπώματα στη σχέση με το παιδί τους. Άλλωστε, μια αόρατη κλωστή είναι που ξεκινά πάντα τα ψυχογραφήματα…
  • Υπάρχει και κάτι ακόμη που μας προκαλεί ευχάριστα. Τις φωνές της μαμάς και του παιδιού που ακούγονται στο βιβλίο σας «ενώνουν κάποιες συνταγές μαγειρικής που μετρούν τις περιπέτειες της σχέσης τους με υλικά και δοσολογίες, γεμάτες αγάπη και άρωμα επικοινωνίας». Ωραία η σκέψη σας! Μιλήστε μας γι’ αυτήν και φυσικά για τις συνταγές σας…
    Η αλήθεια είναι ότι ο αναγνώστης εκπλήσσεται θετικά. Πώς γίνεται ένα βιβλίο που μπλέκει την ψυχολογία με τη λογοτεχνία να περιέχει αναπάντεχα, στις τελευταίες του σελίδες, χειρόγραφες μαγειρικές συνταγές! Σχεδόν σε κάθε ιστορία αναφέρεται ένα φαγητό ή γλυκό, που χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να περάσει ψυχολογικά μηνύματα στο θυμικό του αναγνώστη. Στο τέλος, κάποιες συνταγές προβάλλουν με τα υλικά και την εκτέλεσή τους, όπως ακριβώς θα τις δίναμε σε κάποιον που θα μας τις ζητούσε, είτε ως ντοκουμέντο είτε με την πρόθεση να επικοινωνηθούν στον αναγνώστη και ίσως να γίνουν έναυσμα για δοκιμές στην κουζίνα και τη ζωή του. Έχουν γράμματα από τρεις γενιές, τα δικά μου, της κόρης και της μάνας μου, όπως μεταβιβάζεται και ο ρόλος της μητέρας, σαν σκυτάλη˙ αν το σκεφτείς, και ο πλάστης της κουζίνας με σκυτάλη μοιάζει! Έχουν και ανορθογραφίες, όπως μπορεί και η συμπεριφορά μας να είναι μια ανορθόγραφα γραμμένη μαγειρική συνταγή. Κάποιες φορές ίσως να χρειάζεται απλώς μια μικρή αλλαγή, πάντα όμως έχει σημασία για ποιον… μαγειρεύεις, γιατί «όλα τα δάχτυλα μπορεί να πονούν το ίδιο» αλλά δεν είναι ίδια μεταξύ τους.
    Όταν ήμουν μικρή έκανα σαρδάμ και πρόφερα τη λέξη συνταγή ως σαντιγί˙ ίσως τελικά να ήταν ταιριαστή μια τέτοια.. αταξία, αν δεχτούμε ότι συνταγή σημαίνει κάτι γενικευμένο, χωρίς σεβασμό στη μοναδικότητα του καθενός μας. Βέβαια, στο βιβλίο ξεχωρίζω κάποια βασικά συστατικά στη μαγειρική και τις ανθρώπινες σχέσεις, που έμαθα μέσα ακριβώς από τη στάση της δικής μου μητέρας και την επαφή μου με τους ανθρώπους.
  • «Δες τη λέξη ανατροφή, σημαίνει φαγητό αλλά και ψυχική πλήρωση και πνευματική καλλιέργεια», γράφετε και ίσως πολλοί αναγνώστες για πρώτη φορά σκύβουμε πάνω από τη λέξη… αλλιώς! Θέλετε να μας βοηθήσετε να δούμε την “ανατροφή” μέσα από τα μάτια της Ψυχολόγου;
    Μ’ αρέσει να… σκαλίζω τις λέξεις σαν χωράφι, όπως κάνω και με τους ανθρώπους στο γραφείο μου. Και βρίσκω πάντα θησαυρούς! Τροφή, η βάση της ύπαρξης και της σχέσης με το παιδί μας. Έχει μέσα το (ξ)ανά, από το συνηθισμένο «τι μαγειρεύουν πάλι σήμερα;» της μάνας, αλλά και τη δυναμική της επανάληψης που ενέχει η ανάγκη της θρέψης στη σχέση με τα παιδιά μας, συναισθηματικά και φυσικά. Συνταγές μαγειρικής και οδηγίες για τη σχέση αυτή δίνονται από γενιά σε γενιά συνεχώς. Άλλες ανανεώνονται, άλλες μένουν σταθερές. Η θρεπτικότητα της σχέσης που θα έχω με τη μητέρα μου, με την έννοια της τροφής αλλά και της ασφάλειας που θα αισθανθώ όταν την έχω ανάγκη, θα καθορίσει τη σιγουριά των βημάτων μου στη μετέπειτα ζωή μου. Αν δεν είναι θρεπτική όταν τη χρειαστώ, φυσικά και συναισθηματικά, στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, τότε θα αισθανθώ απαξία για τον εαυτό μου και ανασφάλεια για την ικανότητά μου. Συχνά, αυτή την πρώτη αποστερητική μητρική εμπειρία, την ανα-παράγω σε εξίσου αποστερητικές συναισθηματικά διαπροσωπικές σχέσεις στην ενήλικη ζωή μου. Στέρηση είναι να μην δίνω αλλά και να χαραμίζω αυτό που δίνω, όταν απορρίπτω, όταν υπερπροστατεύω, ελέγχω, κατακρίνω, συγκρίνω ή ακυρώνω. Τότε, πιστέψτε με, δεν έχει καθόλου σημασία αν υπάρχει το πλουσιότερο γεύμα στο τραπέζι ή αν έχω πάντα χρήματα στις τσέπες μου. Στην πράξη, δυστυχώς μένουμε στην παροχή μόνο υλικών αγαθών στα παιδιά μας, παραμελώντας την ψυχική και πνευματική τους υπόσταση, αφήνοντας έτσι κενά, τα οποία σ’ ενα φαύλο κύκλο προσπαθούν κι εκείνα να καλύψουν πάλι με την ύλη. Η πραγματική σύνδεση της οικογενειας δεν γίνεται με τα υλικά αγαθά.Η «Μαμά..» μου, όμως, δεν στέκεται μόνο στο πώς… τραφήκαμε ή τρέφουμε τα παιδιά μας. Στη θέση του ανα- προτείνει το συν-, μια εκ νέου σχέση με τον εαυτό μας και τα παιδιά μας, σε μια προσπάθεια θρέψης της ψυχικής μας ενηλικίωσης. Γιατί στη σχέση μητέρας-παιδιού όλα συν-εξηγούνται, αλλά και τα παιδιά που κρύβουμε μέσα μας κάποτε μεγαλώνουν και χαράζουν τα δικά τους βήματα.…
  • Μεταξύ άλλων ερωτημάτων που θέτετε είναι και το εξής: «Υπάρχει συνταγή για την καλή μητέρα; Υπάρχει κυρία Καμπάνταη;
    Από τα εικοσιέξι χρόνια της δουλειάς μου έμαθα ότι έτοιμες συνταγές δεν υπάρχουν.
    Υπάρχουν, βέβαια, βασικά συστατικά, απαραίτητα στο ν’ αναδειχθεί η… πρώτη ύλη, όπως η αγάπη και η αποδοχή, που ευωδιάζουν σαν τα μπαχάρια στο φαγητό. Είναι χρειαζούμενα -συχνά και ζητούμενα- σε όλες τις διαπροσωπικές σχέσεις, ιδιαίτερα στη σχέση μητέρας-παιδιού. Η καλή μητέρα είναι τελικά η αρκετά καλή μητέρα . Από τη μια μεριά, με τους όρους της ψυχαναλυτικής θεωρίας, αρκετά σημαίνει να μου φτάνει, ούτε να περισσεύει για να με πνίξει ούτε να μου λείπει και να «μαραίνομαι». Το αρκετά μας θυμίζει και πάλι ότι το μυστικό είναι η δόση, που δεν είναι και τόσο κρυμμένη γιατί μας τη θυμίζει με τον τρόπο του το παιδί μας. Αρκεί να μην εστιαζόμαστε μόνο στα υλικά και διεκπεραιωτικά της καθημερινότητάς μας.
    Και από την άλλη, μιας και μιλώ για πραγματικές μητέρες, η καλή μαμά είναι η αρκετά καλή μαμά, με τα λάθη, τις αστοχίες της και τα κατορθώματά της, σαν όλους τους ανθρώπους. Ουδείς τέλειος, γιατί πρέπει να είναι μια μαμά; Αναζητώντας τη συνταγή, θα ‘λεγα ότι η συνταγή είναι η ίδια η σχέση.
  • Μητρικό φίλτρο. Συναντούμε μέσα από την καθημερινή ειδησεογραφία πολλές περιπτώσεις γυναικών που έγιναν μάνες αλλά δεν “συναντήθηκαν” ποτέ μαζί του. Φταίει πάντα κάτι;
    Μ’ αρέσει πολύ που χρησιμοποιήσατε τον όρο συνάντηση, που είναι η ουσία του βιβλίου μου, δίνει ακριβώς την ελπίδα ότι μπορώ να (ξανα)βρω νοήματα στους ρόλους μου! Καμιά έρευνα ως τώρα παγκοσμίως δεν έχει δείξει ότι υπάρχει ή ότι είναι αυτονόητο το μητρικό φίλτρο με την γέννηση ενός παιδιού. Φυσικά με τον όρο εννοούμε τη συναισθηματική σύνδεση, τη δέσμευση και την αφοσίωση που δείχνουμε στο παιδί που μεγαλώνουμε, αλλά δεν είναι ούτε φυλογενετικά καθορισμένο ούτε εξαρτώμενο από την ίδια τη γέννα. Στη ζωή και την επιστήμη, τα αίτια και τα αιτιατά δεν κινούνται σε γραμμική πορεία. Σύστημα παραγόντων όπως η προσωπικότητα, η σχέση με τη δική μου μητέρα, ψυχοπιεστικά γεγονότα που βίωσα ή βιώνω, κοινοωνικοοικονομικές συνθήκες, τα πρότυπα που είχα και άλλοι παράγοντες μπορεί να ευθύνονται για την αποτυχία αυτής της… συνάντησης. Και η ερμηνεία δεν είναι αναγκαία και ικανά η μόνη συνθήκη για την αλλαγή μας.
  • «Χωρίς να έχει την πρόθεση διδακτισμού, το βιβλίο είναι πηγή γόνιμου προβληματισμού και λειτουργεί ως πυξίδα στην αναζήτηση του εαυτού και των ρόλων σου», γράφετε. Ωστόσο, θεωρούμε βέβαιο, πως κάτι θέλετε να κρατήσουμε ως μήνυμα από το βιβλίο σας.
    Η δική μου «Μαμά…» μέσα από αληθινές αφηγήσεις μπαίνει στην κουζίνα και προτείνει μια νέα συνάντηση με τη μητέρα μας, το παιδί μας αλλά και το παιδί που κρύβουμε μέσα μας. Μην στέκεσαι απλά στη σχέση που είχες με τη δική σου μαμά, είναι σίγουρα καθοριστική, όχι όμως και οριστική για τους ρόλους σου. Η συνταγή είναι τελικά η ίδια η σχέση˙ με τον εαυτό μας, το παιδί μας, το σύντροφο μας. Και όσο ανορθόγραφη κι αν δόθηκε ή συνεχίζει να είναι, επιδέχεται εξέλιξης και αναπλαισίωσης. Ίσως απλά και μόνο να χρειάζεται μια αλλαγή στα… φωνήεντα, στη σειρά ή την ποσότητα των… υλικών. Τότε και στη δική σου… κουζίνα μπορείς να κάνεις θαύματα!

Λίγα λόγια για το βιβλίο
Το βιβλίο που κρατάς είναι γραμμένο για σένα και τη σχέση που έχεις με τη μητέρα σου. Μια σχέση θεμελιώδη, ίδια αλλά και τόσο διαφορετική όσο και οι άνθρωποι μεταξύ τους. Περιέχει αληθινές ιστορίες που αγκαλιάζουν σα μαλακό ζυμάρι όλα τα στραβά της -το άγχος, την ανασφάλεια, την επίκριση, την παραμέληση- αλλά και τις πιο συχνές απορίες μας:
– Πόσο η αόρατη κλωστή που μας συνδέει με τη μητέρα μας ορίζει τη ζωή και τους ρόλους μας; Τα έχω καταφέρει τελικά στη ζωή μου;
– Υπάρχει συνταγή για την καλή μητέρα;
– Τι σχέσεις έχω με τα παιδιά μου; Έκανα μια οικογένεια όπως τη φανταζόμουν;
Χωρίς να έχει την πρόθεση διδακτισμού, το βιβλίο είναι πηγή γόνιμου προβληματισμού και λειτουργεί ως πυξίδα στην αναζήτηση του εαυτού και των ρόλων σου. Βιώματα, μνήμες και ξεχασμένες μυρωδιές διαμορφώνουν μια νοσταλγική διάθεση για τη χαμένη μας παιδικότητα, ενώ κυριαρχεί το φως ακόμη και στις πιο σκοτεινές γωνιές.

Βιογραφικό
Η Μαρία Καμπάνταη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δράμα. Αποφοίτησε με άριστα από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και μετεκπαιδεύτηκε στη Συστημική Οικογενειακή Θεραπεία. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας. Εργάζεται εδώ και εικοσιπέντε χρόνια ως ψυχολόγος, έχοντας αφετηρία το Κέντρο Ψυχικής Υγείας Καβάλας και συνεχίζοντας ως τώρα στο Νοσοκομείο της πόλης της. Διήγημά της δημοσιεύτηκε σε συλλογικό έργο των εκδόσεων iwrite με τίτλο «Δράμα, ιστορίες του τόπου μας».
Ένα μεσημέρι γυρνώντας από την εργασία της, κατάλαβε ότι η δουλειά της είναι πολλά επαγγέλματα μαζί. Ταμίας σε τράπεζα, όταν οι άνθρωποι, που ακούει καθημερινά, της παραδίδουν το ψυχικό περίσσευμα ή υστέρημά τους να το κλειδώσει στα συρτάρια και τη μνήμη της. Σκηνοθέτης, αφού για να μπορέσει να μπει στη θέση τους, φτιάχνει θεατρικές σκηνές στο μυαλό της με όσα της περιγράφουν. Μαγείρισσα, όταν της ζητούν συνταγές επιτυχίας ή μεταμόρφωσης. Απαντά ότι έτοιμες συνταγές δεν υπάρχουν. Μεταφράστρια, όταν μετατρέπει τη γλώσσα του συμπτώματος σε καθομιλούμενη. Φωτογράφος, γιατί θυμάται και σκέφτεται με εικόνες κι αυτό κάνει και τη ζωή και τη δουλειά πιο όμορφη. Θα μπορούσε όμως, ίσως, να ήταν και συγγραφέας και ν’ αποτύπωνε σε γραπτό λόγο αυτό που έχει μάθει μέσα από τους ανθρώπους˙ «όσο πιο απλά ζούμε τόσο περισσότερα θαύματα κάνουμε…»