(1912-1940) Πρόνοια, οργανώσεις, μνήμη Αλέξανδρος Μακρής Εκδόσεις Εστία 2023 σελ.372
Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς


Οι σιωπές αποτελούν συστατικά Ιστορίας. Η σιωπή δεν είναι ένα αλλά πολλά πράγματα, τα οποία καταλαμβάνουν τις παρυφές της μνήμης και πλαισιώνουν το ευρύτερο τοπίο της. Η Ιστορία δεν περιέχει μόνο τη μνήμη, αλλά και τη λήθη. Οι δύο αυτές έννοιες, παρότι φαντάζουν αντίθετες, δεν είναι, καθώς η μνήμη διαμορφώνεται μέσω της αλληλεπίδρασης της διαγραφής (λήθης) και της διατήρησης, μιας διαδικασίας που καθιστά τη μνήμη αναγκαστικά μια επιλογή. Εάν επεκτείνουμε αυτό τον συλλογισμό, «λήθη δεν είναι απλώς ξεχνώ, αλλά επίσης αποσιωπώ, ενώ θυμάμαι, απωθώ από τη μνήμη μου ή ξεμαθαίνω να θυμάμαι ή ακόμη αποφασίζω να μη θυμάμαι».


Οι Έλληνες παλαιοί πολεμιστές έχουν τοποθετηθεί εδώ και δεκαετίες στη λήθη της Ιστορίας. Η σιωπή αυτή δεν πηγάζει από αιτίες όπως ένα νωπό και δύσκολο να ειπωθεί παρελθόν ή από μια ιδιόμορφη περίπτωση βετεράνων. Η αρχική εναντίωση του ελληνικού παλαιοπολεμιστικού κινήματος στο κράτος, η μη εξέλιξή του σε φασιστικό, η απουσία βιαιοποίησης και γενικότερα η μη σταθερή πολιτικοποίησή του μπορούν να ερμηνεύσουν το μειωμένο ιστοριογραφικό ενδιαφέρον. Η σιωπή ηχεί πιο εκκωφαντικά, εάν συγκριθεί με την περίοπτη θέση των βετεράνων στη διεθνή ιστοριογραφία. Στην ελληνική περίπτωση, ακόμα και το μαχητικό παλαιοπολεμιστικό κίνημα της «κόκκινης τριετίας» (1922-1925), πέραν των ποικίλων (κυρίως μη επιστημονικών) αναφορών, έπαψε να μνημονεύεται, ακόμα και από την ίδια την κομμουνιστική αριστερά, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Η αιτία γι΄ αυτό ήταν οι διαγραφές των πρωταγωνιστών του (Πουλιόπουλος, Μοναστηριώτης, Νίκολης κ.α.) από το ΚΚΕ, εξαιτίας του «φραξιονιστικού, διαλυτικού έργου τους». Ορισμένες πτυχές του ζητήματος, όπως οι Επίστρατοι του 1916 ή η αρχειομαρξιστική μερίδα των αναπήρων, έχουν αποτινάξει σε κάποιο βαθμό τη λήθη, εξεταζόμενες όμως όχι υπό παλαιοπολεμιστικό πρίσμα, αλλά λόγω της πολιτικοποίησής τους. Την ίδια στιγμή το σημαντικότατο και εν πολλοίς πρωτοπόρο εγχείρημα της πρόνοιας προς αυτούς έχει επισκιαστεί πλήρως από το «μεγαλύτερο ειρηνικό επίτευγμα» του ελληνικού κράτους, την αποκατάσταση των προσφύγων.


Όσον αφορά την παρέμβαση του κράτους στον ιδιωτικό τομέα της εργασίας για την προστασία των παλαιών πολεμιστών, αυτή εγκαινιάστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου και διευρύνθηκε δραστικά κατά τον Μεσοπόλεμο. Τα σχετικά νομοθετήματα ήταν όλο και πιο παρεμβατικά και διεύρυναν προοδευτικά τους δικαιούχους οδηγώντας σε χιλιάδες υποχρεωτικές προσλήψεις. Η επαγγελματική αποκατάσταση των παλαιών πολεμιστών αποτέλεσε, μαζί με τις πολεμικές συντάξεις και συμπληρωματικά την αγροτική μεταρρύθμιση, τον κύριο πυλώνα της ανταμοιβής και των παλαιμάχων στην Ελλάδα, όπως και διεθνώς, από το 1914 έως το 1940 με την πτυχή αυτή να υπεισέρχεται σε όλα σχεδόν τα σχετικά με αυτούς μέτρα.
Το βιβλίο αυτό διερευνά το κοινωνικό αποτύπωμα του πολέμου στη μεσοπολεμική Ελλάδα μέσω της εξέτασης των παλαιών πολεμιστών, των αναπήρων και των θυμάτων πολέμου, ενός δηλαδή σύνθετου κοινωνικού μεγέθους σημαδεμένου από τη στρατιωτική ζωή και δη την εμπειρία του πολέμου. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά το 1930 ένας παλαίμαχος του μικρασιατικού πολέμου, «είναι δύσκολο, είναι αδύνατον η γενεά τούτη, που πληγώθηκε τόσο βαθιά, να ξεχάσει εκείνο που είδε, εκείνο που πέρασε». Η έρευνα φορά πολίτες που συμμετείχαν στις επιστρατεύσεις της περιόδου 1912-1922, δηλαδή εφέδρους οπλίτες, υπαξιωματικούς και αξιωματικούς, και όχι τα μόνιμα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων. Οι μόνιμοι αξιωματικοί αποτελούν, ήδη από τον 18ο αιώνα, τους επαγγελματίες του στρατεύματος -είναι κρατικοί υπάλληλοι με εξασφαλισμένο τακτικό μισθό, προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης και αφοσιωμένοι στην υπηρεσία τους. Αντιθέτως, οι έφεδροι ήταν πολίτες που υποχρεώθηκαν, ανεξαρτήτως της θέλησής τους , να συμμετέχουν σε πολεμικές επιχειρήσεις.


Η μελέτη αυτών των περιπτώσεων επιχειρείται υπό το πρίσμα δύο κρίσιμων οπτικών: α) των προνοιακών μηχανισμών που αναπτύχθηκαν για τους παλαιούς πολεμιστές και β) των οργανώσεων που αυτοί δημιούργησαν αξιώνοντας υλικά και ηθικά οφέλη με διαπιστευτήρια το πολεμικό παρελθόν τους. Οι δύο διαστάσεις παρέχουν ένα μέσο κατανόησης της ταυτότητας, των νοοτροπιών και των αντιλήψεων των παλαιών πολεμιστών όσο και της εικόνας και της άποψης που διαμόρφωσε το κράτος και η κοινωνία γι΄ αυτούς. Η έρευνα επεκτείνεται σε ποικίλες πτυχές της κοινωνικής ιστορίας του Μεσοπολέμου, καθώς οι παλαίμαχοι αλληλεπιδρούσαν με πολυάριθμα σύγχρονά τους φαινόμενα.
Το βιβλίο δομείται σε τέσσερα μέρη, τα τρία ακολουθούν τη χρονική αλληλουχία, ενώ το τελευταίο παρουσιάζει θεματικά πτυχές των παλαιμάχων οι οποίες διαπερνούν όλη την εξεταζόμενη περίοδο.
Στο πρώτο Μέρος παρουσιάζονται οι ιστορικές εξελίξεις επί του εξεταζόμενου ζητήματος έως το 1925, περίοδο κατά την οποία αναδύθηκε σταδιακά η υπό εξέταση νέα κοινωνική κατηγορία.
Το δεύτερο Μέρος αφορά την πρώτη δεκαετία (1922-1932), η οποία ξεκινά με το μαχητικό παλαιοπολεμιστικό κίνημα της τριετίας 1922-1925 και ακολουθείται από μια περίοδο εσωστρέφειας.
Το τρίτο Μέρος ασχολείται με τις εξελίξεις της οκταετίας 1932-1940.
Τέλος, το τέταρτο Μέρος εξετάζει δύο επιμέρους απόψεις του παλαιοπολεμιστικού κόσμου που ενυπάρχουν σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο: τις διεθνείς επαφές των παλαιμάχων και τη θέση τους στην υπό διαμόρφωση μνήμη των πολέμων.


Η παρούσα έρευνα βασίζεται σε ποικίλες πρωτογενείς πηγές από τα Γ.Α.Κ., το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, τα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, την Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, την Γεννάδιο Βιβλιοθήκη και τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.
Σημαντικά αρχεία που χρησιμοποιούνται ερευνητικά για πρώτη φορά είναι της Εθνικής Γενικής Συνομοσπονδίας Θυμάτων Πολέμου καθώς και του Νοσοκομείου Θυμάτων Πολέμου «Αγία Ελένη».
Εκτός από τις πρωτογενείς πηγές, ευρεία έρευνα έγινε στον (παλαιοπολεμιστικό και ημερήσιο) τύπο, κυρίως της περιόδου 1912-1940, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και πέραν αυτής.


Ο Αλέξανδρος Μακρής γεννήθηκε το 1992 στην Αθήνα. Είναι διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΕΚΠΑ (2021). Είναι απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου (2014) και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών από το ίδιο Τμήμα (2017). Αυτή την περίοδο είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Υπήρξε υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών για τις διδακτορικές του σπουδές (2018-2020), καθώς και ερευνητής του Κέντρου Έρευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ) για το έτος 2021. Είναι συνεπιμελητής (μαζί με τους Δημήτρη Καμούζη και Χαράλαμπο Μηνασίδη) του συλλογικού τόμου Έλληνες στρατιώτες και Μικρασιατική Εκστρατεία. Πτυχές μιας οδυνηρής εμπειρίας (Εστία, 2022).