Συγγραφέας – εκπαιδευτικός

Μια συνομιλία με την καταξιωμένη αγρινιώτισσα συγγραφέα και εκπαιδευτικό Βησσαρία Ζορμπά Ραμμοπούλου για να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα την ίδια και το έργο της.

–    Πότε ήταν η πρώτη φορά που συνειδητά είπατε «θα γίνω συγγραφέας»;

Η ιδιότητα του συγγραφέα δεν είναι επάγγελμα που επιλέγει κανείς συνειδητά και υπολογισμένα. Περισσότερο σε επιλέγει η συγγραφή, με άρρητους -μάλλον- μηχανισμούς, παρά την επιλέγεις. Ωστόσο, πολύ σωστά το θέσατε: έρχεται κάποια στιγμή, που συνειδητά κάποιος κάνει συγκεκριμένες επιλογές για να υποστηρίξει το δικαίωμά του στη γραφή, για να  εξασφαλίσει χρόνο γι’ αυτήν, για να βρει δρόμους προς τους αναγνώστες. Τότε είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί πως θέλει να γίνει συγγραφέας. Φυσικά, η τυχόν θετική αποδοχή του έργου του ενισχύει την αρχική του απόφαση. Αυτή η διαδικασία είναι σταδιακή και όχι συγκεκριμένη, όχι για μένα τουλάχιστον. Παρά ταύτα, έγραφα από πολύ μικρή, από το Δημοτικό ακόμα. Μάλιστα, αγόραζα τετράδια με μισή σελίδα: στο κάτω μισό με τις γραμμές, έγραφα την ιστορία μου και στο πάνω μισό της σελίδας, που ήταν κενό, ζωγράφιζα την εικονογράφησή της. Είχα βραβευτεί κιόλας για μία ιστορία μου, σε ένα σχολικό διαγωνισμό, όταν ήμουν στην έκτη Δημοτικού. Στα Γυμνασιακά και στα Φοιτητικά μου χρόνια έγραφα και δημοσίευα σε λογοτεχνικά περιοδικά, ποίηση κυρίως. Αργότερα, έκανα τις επαγγελματικές μου επιλογές με βάση τη συγγραφική μου ιδιότητα. Το ίδιο και τις μεταπτυχιακές μου σπουδές. Δεν ήταν λοιπόν απόφαση μιας συγκεκριμένης στιγμής: ήταν περισσότερο μια μόνιμη κατάσταση, που καθόριζε τις υπόλοιπες συνειδητές αποφάσεις ζωής.

–    Το «μαγικό ταξίδι» της αναζήτησης τόπου, χρόνου, ηρώων πόσο κρατάει συνήθως σε ένα έργο σας;

Αυτό το μαγικό ταξίδι, όπως σωστά το αποκαλείτε, είναι αυτό που συνηθίζω να ονομάζω εργασία μέσα στο μυαλό. Συνήθως το θέμα και τα πρόσωπα έρχονται μόνα τους και με βρίσκουν. Μετά αρχίζει το ταξίδι στη λεπτομέρεια. Κι αυτό -ανάλογα με το βιβλίο- μπορεί να κρατήσει από ένα έως πέντε χρόνια.

–    Η πολυπόθητη στιγμή που κρατάτε στα χέρια σας το δημιούργημά σας, πώς είναι; Περιγράψτε μας λίγο τα συναισθήματα που βιώνετε κάθε φορά που εκδίδετε ένα βιβλίο σας, είναι σαν την πρώτη φορά, έχει καταλαγιάσει μέσα σας η αγωνία;

Η στιγμή που κρατώ στα χέρια μου το πρώτο αντίτυπο ενός έργου μου δεν περιγράφεται. Είναι πάντα σαν να είναι η πρώτη φορά: κάθε βιβλίο είναι απολύτως μοναδικό για το συγγραφέα του, όπως είναι μοναδικό κάθε παιδί για τη μητέρα του – άσχετα με τη σειρά που θα έρθει στη ζωή της. Και δεν έχω ιδιαίτερη αγωνία για την τύχη του: κάθε έργο έχει το κοινό του. Πριν καν εκδοθεί ένα έργο, πριν καν εκτεθεί ένα δημιούργημα, το κοινό του, κατά κάποιο τρόπο, έχει βγει προς αναζήτησή του στο δρόμο. Περισσότερη αγωνία έχω όταν το γράφω, όταν το κουβαλώ μέσα στο κεφάλι μου και ψάχνω τρόπους να το βγάλω. Τότε νιώθω ακόμα και νευρικότητα, αισθητή στους γύρω μου. Είναι σαν τις ωδίνες ενός τοκετού: πρέπει να ολοκληρωθεί για να ησυχάσεις.

–    Το Αγρίνιο -δυστυχώς- είναι μια πόλη που δεν δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες ώστε να αναδείξει την αξία ορισμένων ανθρώπων που αξίζουν σε πολλούς τομείς, και γι’ αυτό επιλέγουν να φύγουν, να ανοίξουν τα φτερά τους στην πρωτεύουσα κυρίως. Αντίθετα, άλλες πόλεις, όπως η Πάτρα, τα Γιάννενα έχουν τη δυνατότητα όχι μόνο να κρατάνε μα και να φέρνουν καλλιτεχνικά δρώμενα και να στρέφουν πάνω τους όλα τα βλέμματα. Πού αποδίδετε το γεγονός αυτό, φταίνε οι εκάστοτε άρχοντες του τόπου, φταίει ότι οι πολίτες αδιαφορούν για το τι γίνεται στην πόλη τους;

Δεν αποδίδω το φταίξιμο ούτε στους εκάστοτε άρχοντες, ούτε στους πολίτες. Η πολιτική, είτε σε μεγάλο είτε σε μικρό επίπεδο, ανταποκρίνεται σε διαμορφωμένες και εκπεφρασμένες ανάγκες. Πραγματικά πιστεύω ότι η πόλη του Αγρινίου καλύπτει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις πολιτιστικές ανάγκες των πολιτών της. Αν θεωρούμε το κοινό των διαφόρων εκδηλώσεων και δρώμενων μικρό, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός πως κάποιες δραστηριότητες, έτσι κι αλλιώς έχουν παντού συγκεκριμένο και περιορισμένο κοινό, καθώς δεν ανταποκρίνονται σε άμεσα βιοποριστικές ή τέλος πάντων καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων. Δεν νομίζω πως η σύγκριση με τα Γιάννενα ή την Πάτρα είναι επιτυχής: αυτές είναι πόλεις με άλλες γεωγραφικές και οικονομικές δυναμικές και δεν φταίει γι’ αυτό κανένας. Δεν χρειάζεται κανείς να αισθάνεται ενοχικά γι’ αυτό. Όσο για τους Αγρινιώτες δημιουργούς που αναζητάνε την τύχη τους αλλού καλά κάνουν, με την έννοια πως δεν μπορούν όλες οι πόλεις να αποτελούν πολιτιστικά κέντρα. Στις περισσότερες εποχές και περιόδους, στις περισσότερες χώρες του κόσμου οι επιστημονικές, πολιτιστικές, καλλιτεχνικές κοινότητες είναι απαραίτητο να δημιουργούν συγκεντρωμένες, ακριβώς για να υπάρξει υπολογίσιμο αποτέλεσμα. Και τα κέντρα αυτά δεν είναι πουθενά και ποτέ διάσπαρτα και σκόρπια σε όλη την επικράτεια. Συνήθως ταυτίζονται με διοικητικές ή οικονομικές πρωτεύουσες κρατών. Βρίσκω υπερβολική την ενασχόληση των Αγρινιωτών με το ποιός φταίει για την πολιτιστική κακοδαιμονία της πόλης. Ούτε φταίχτης υπάρχει, ούτε πολιτιστική ένδεια διαπιστώνω: η πόλη για τα κυβικά της έχει πολλή πολιτιστική κίνηση. Και οι ντόπιοι δημιουργοί κάθε τόπου -κατά την άποψή μου τουλάχιστον- πρέπει να αντιμετωπίζουν την αναγνώριση στον τόπο τους, όπως ο Οδυσσέας τις Σειρήνες: με τα αυτιά ανοιχτά, χωρίς βουλοκέρι, αλλά με το σώμα δεμένο στο κατάρτι, για να μην υποκύψουν στον πειρασμό και σταματήσουν το ωραίο ταξίδι για την Ιθάκη. Να  χαίρονται, δηλαδή, και να σέβονται την αναγνώριση που τους προσφέρουν οι συμπολίτες τους αλλά να μην είναι αυτή ο προορισμός τους.

–    Έργα σας έχουν ανέβει στο θεατρικό σανίδι, με πιο πρόσφατο το ΝΙΝΙΑΝ. Είστε ευχαριστημένη από την αποδοχή που έλαβε, από την προσέλευση, από τα παιδικά χαμόγελα που εισπράξατε;

Είναι μεγάλη χαρά να βλέπεις ενσαρκωμένους πάνω στη σκηνή -και μάλιστα από καταξιωμένους συντελεστές- τους χάρτινους ήρωές σου. Και είναι μία τιμή που προκαλεί δέος, αν σκεφτώ συγγραφείς που σέβομαι απεριόριστα και δεν ένιωσαν τη χαρά να δούν το έργο τους στο σανίδι. Νιώθω απεριόριστη ευγνωμοσύνη στους συμπολίτες μου που με εμπιστεύτηκαν, στους συναδέλφους εκπαιδευτικούς που πήγαν στην παράσταση τους μαθητές τους… Νιώθω άσχημα που δεν θα μπορέσω να τους ευχαριστήσω έναν-έναν προσωπικά και να τους σφίξω το χέρι. Όσο για τα παιδικά χαμόγελα…Τι να πω; Νομίζω πως μαζί με τις παιδικές απορίες και τις παιδικές τους ερμηνείες μου δίνουν όχι μόνο δύναμη για να συνεχίσω να γράφω αλλά και για να εργάζομαι, για να ζω, για να συνεχίζω.

–    Είστε καλλιτεχνική οικογένεια, καθώς και ο σύζυγός σας, ο κύριος Βασίλης Ραμμόπουλος ασχολείται με τη ζωγραφική και τη σκηνογραφία. Πώς βλέπετε το μέλλον στο χώρο αυτό, τι σας φοβίζει περισσότερο;

Σε όλες τις περιόδους κρίσεων ο πολιτισμός είναι το πρώτο ορατό θύμα, επειδή δε θεωρείται άμεση και βιοποριστική ανάγκη των ανθρώπων. Αυτό όμως τελικά αφορά μόνο τα ”λούσα” του. Σε όλες τις εποχές οι γνήσιοι δημιουργοί βρίσκουν τρόπο και μέσα να δημιουργούν, βρίσκουν δρόμους για να συναντηθεί η δημιουργία με το κοινό. Ακόμα και σε συνθήκες πείνας, Κατοχής, εξορίας.. Ακόμα και σε περιόδους παράλογης βαρβαρότητας. Γιατί πολλές φορές στην ανθρώπινη Ιστορία κυριάρχησε ο σκοταδισμός βαρβαρότητας και παραλογισμού. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις όμως η Δημιουργικότητα υπήρξε καταλυτικό αντίδοτο. Περισσότερο με φοβίζει η απόλαυση που προκαλεί και η άνεση που δημιουργεί -κυρίως στους νέους- η Τεχνολογία, με την έννοια ότι μπορεί να προκαλέσει την απώλεια όχι μορφών πολιτισμού αλλά την απώλεια και τη λήθη των ανθρώπινων αναγκών που τις γέννησαν. Φοβάμαι, δηλαδή, ότι χάνονται ανεπιστρεπτί ανθρώπινες ιδιότητες…

–    Το να γράψεις ένα παιδικό βιβλίο απαιτεί να έχεις φωλιασμένο μέσα σου ένα μικρό παιδί, να νιώθεις τα συναισθήματα που του προκαλεί ένας φανταστικός ήρωας, να γελάς με τα παθήματά του; Τελικά είναι οι πιο αυστηροί κριτές οι μικροί αναγνώστες;

Για να γράψεις βιβλία για παιδιά πρέπει να διατηρείς ζωντανό το παιδί που εσύ ο ίδιος υπήρξες κάποτε. Όχι τις παιδικές σου αναμνήσεις, αυτό είναι πολύ διαφορετικό, αλλά το παιδί που υπήρξες. Γι’ αυτό είναι αυστηροί κριτές τα παιδιά. Νιώθουν πότε κάποιος μεταφέρει απλώς τις παιδικές του αναμνήσεις με τη ματιά πλέον του ενήλικα και πότε κάποιος ειλικρινά αφήνει να μιλήσει αβίαστα και χωρίς λογοκρισία το παιδί που ο ίδιος υπήρξε και εξακολουθεί αδιάλειπτα να ζει μαζί του και μέσα του.

 Σας ευχαριστώ

 Βησσαρία Ζορμπά Ραμμοπούλου


Λίγα λόγια για την ίδια:
vissaria zormpa

Η Βησσαρία Ζορμπά-Ραμμοπούλου γεννήθηκε στο Αγρίνιο, όπου και ζει με την οικογένειά της. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα, αρχαιολογία στα Γιάννενα και μετεκπαιδεύτηκε στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών. Υποψήφια διδάκτωρ στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Πατρών, εργάστηκε ως φιλόλογος στο Μουσικό Σχολείο Αγρινίου. Έχει γράψει βιβλία για παιδιά, πολλά από τα οποία διακρίθηκαν και βραβεύτηκαν σε πανελλήνιους διαγωνισμούς, ενώ το διήγημά της «Η συνέντευξη» βραβεύτηκε στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος “Α. Σαμαράκης” το 2000. Για τη συγγραφή θεατρικών έργων για παιδιά έχει κερδίσει Έπαινο από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά το 2003 για το έργο της ΝΙΝΙΑΝ: Οι περιπέτειες ενός ευτυχισμένου Νάνου που έγινε δυστυχισμένος Γίγαντας (1η παράσταση 15/12/2004 από το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων σε σκηνοθεσία Λουίζας-Μαρίας Παπαδοπούλου) και Κρατικό Βραβείο από το Υπουργείο Πολιτισμού το 2004 για το έργο της Ιβάν… ο Τρυφερός.
Σήμερα είναι πλέον διευθύντρια στο 4ο Γυμνάσιο Αγρινίου.

Τα πιο πρόσφατα έργα της είναι:

Με την Πορφύρα και το Χρωστήρα, ιστορικό μυθιστόρημα, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

Σελίδες ενός Έφηβου Χειμώνα, νεανικό μυθιστόρημα, υποψήφιο για Κρατικό Βραβείο 2014, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

Και ορισμένα ακόμη:

Το Κρυμμένο  Εργοστάσιο Παιχνιδιών 2009

Ο Κωστής και το θαύμα των Χριστουγέννων 2009

Το μυστήριο της μυρτιάς 2008

Το κάστρο της κυράς Ρήνης 2006    

Μακριά, πολύ μακριά… ως το σπίτι 2005

Ιβάν ο… τρυφερός 2005

Η Σαββίνα, η κατασκήνωση και οι εξωγήινοι 2004

Καλοκαιρινό μπουρίνι 2004

Ο μικρός τυμπανιστής των Εξαρχείων 2004

Ο παππούς του Ρόκο 2003

 

                                                                                                    Ιουλία Ιωάννου