Συγγραφέας του βιβλίου «Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο» – Εκδόσεις Μεταίχμιο

Διανυκτερεύον βιβλιοπωλείο! Τι καταπληκτική ιδέα για τους αθεράπευτα βιβλιόφιλους. Μα, υπάρχει; Ναι, υπάρχει στο μυθιστόρημα της Μαίρης Κόντζογλου, που είναι μάλιστα και το αγαπημένο της, επειδή της έδωσε την ευκαιρία να γράψει για όλα αυτά που αγαπά. Εκεί, στο Φεγγάρι λοιπόν, που ξαγρυπνά, μας περιμένουν μια νύχτα με ομίχλη, ο Λεωνίδας και η Θεολογία, για να μας προσφέρουν καφέ ή ποτό, πρόθυμοι να ακούσουν ό, τι και αν έχουμε να βγάλουμε από την ψυχή μας. Το κυριότερο; Είναι πρόθυμοι να μας συμβουλέψουν ποιο λογοτεχνικό βιβλίο να επιλέξουμε. Όπως λέει στο Vivlio-life η συγγραφέας «Η λογοτεχνία είναι ένα ατέλειωτο ταξίδι του μυαλού και της καρδιάς, σε γεμίζει σκέψεις, συναισθήματα, γνώσεις, κατανόηση και αγάπη για τους άλλους ανθρώπους».

  • Ένα βιβλίο για τη θεραπευτική δύναμη της λογοτεχνίας και των βιβλίων χαρακτηρίστηκε το μυθιστόρημά σας. Μπορεί να κρύβει, αλήθεια, ένα βιβλίο αυτή τη σπουδαία δύναμη στις σελίδες του;
    Αυτή είναι η άποψη, η κεντρική ιδέα, ας πω, γύρω από την οποία χτίστηκε το μυθιστόρημά μου. Εννοείται ότι το πιστεύω, αλλά η έννοια είναι μεταφορική και αφορά τη διάνοια και την ψυχή. Οι βιβλιόφιλοι, οι λάτρεις της λογοτεχνίας, εκτός των άλλων, όταν διαβάζουμε ηρεμούμε, ταξιδεύουμε, σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε έντονα. Όλα αυτά και άλλα τόσα είναι ιάματα ψυχής και μυαλού.
  • Βιβλιοπωλείο που διανυκτερεύει! Πόσο θέλουμε να μας περιγράψετε αυτόν τον ιδιαίτερο χώρο, που όλοι θα θέλαμε να είχαμε επισκεφτεί ένα βράδυ με ομίχλη, όπως οι ήρωές σας…
    Το «Φεγγάρι», όπως είναι το όνομα του βιβλιοπωλείου, βρίσκεται σε έναν πολύ κεντρικό δρόμο της πόλης. Είναι ένα ατμοσφαιρικό βιβλιοπωλείο, τόσο γιατί πάνω του βαραίνει ένας σχεδόν αιώνας λειτουργίας από μια οικογένεια Εβραίων που χάθηκε στα κρεματόρια των Γερμανών, όσο και γιατί μέσα του «ανασαίνουν» χιλιάδες συγγραφείς και ποιητές, εκατομμύρια ηρωίδες και ήρωες της παγκόσμιας λογοτεχνίας που είναι συνεχώς τα τιμώμενα πρόσωπα αυτού του χώρου. Εκτός από τη διακόσμηση που είναι ξεχωριστή, αυτό που κάνει διαφορετικό το «Φεγγάρι», πέρα από το γεγονός ότι ξαγρυπνά, είναι η αγάπη του ιδιοκτήτη, του Λεωνίδα, και της υπαλλήλου, της Θεολογίας, η αγάπη τους για τους ανθρώπους που περνάνε το κατώφλι του και που ποτέ δεν τους αποκαλούν ούτε τους θεωρούν «πελάτες». Οι επισκέπτες του βιβλιοπωλείου θα βρούνε πάντα έναν άνθρωπο να τους ακούσει, να τους προσφέρει καφέ ή τσίπουρο και να τους δώσει την καλύτερη συμβουλή για το ποιο βιβλίο να διαβάσουν.
  • Είναι πολλοί εκείνοι που «θα απλώσουν την προσωπική τους πραμάτεια» μέσα στη ζεστασιά του Φεγγαριού. Ποιος από τους χαρακτήρες που επισκέπτονται το διανυκτερεύον βιβλιοπωλείο πιστεύετε πως αγγίζει με την ιστορία του περισσότερο τους αναγνώστες;
    Χίλιοι αναγνώστες, χίλιες διαφορετικές αναγνώσεις, συνηθίζουμε να λέμε. Δεν μπορώ να έχω απάντηση σ’ αυτό, πάντως οι χαρακτήρες και οι ιστορίες τους, που η καθεμία αντιπροσωπεύει ένα κοινωνικό πρόβλημα, λίγο, πολύ ή και περισσότερο, αγγίζουν όλους μας.
    Από εκεί και πέρα υπεισέρχονται άλλοι παράγοντες που θα διαλέξουν την ηρωίδα/τον ήρωα με την/ον οποία/ο θα ταυτιστούν περισσότερο.
  • Σάμουελ ήταν το αρχικό του όνομα. Ποια ήταν η πορεία του στον χρόνο και ποιος αποφάσισε τη μετονομασία του σε Φεγγάρι;
    Το «Φεγγάρι», όπως ανέφερα και πιο πάνω, είναι ένα ιστορικό βιβλιοπωλείο της πόλης. Ο Λεωνίδας, ο ιδιοκτήτης της βραδιάς, το αγόρασε για να μη σβήσει η ιστορία του. Και του έδωσε αυτό το όνομα γιατί ήθελε το βιβλιοπωλείο του να λάμπει σαν το φεγγάρι τις νύχτες, να δείχνει τον δρόμο στους βιβλιόφιλους να βρούνε ζεστασιά μέσα του, εκτός από βιβλία.
  • Λεωνίδας. Είναι ο ρομαντικός βιβλιοπώλης που φυλάει λογοτεχνικές Θερμοπύλες, όπως γράφετε. Λεωνίδας ονομάζεται και ο άνθρωπος, που όπως σημειώνετε στο «Τέλος οριστικό», σας έδωσε την ιδέα γι’ αυτό το βιβλίο. Να μείνουμε λίγο σ’ αυτό το όνομα και τους χαρακτήρες που κρύβονται πίσω του;
    Ο Λεωνίδας, στο μυαλό μου μέσα –υποθέτω και πολλών άλλων– έχει ταυτιστεί με τον άνθρωπο που υπηρετεί με αυταπάρνηση τα ιδανικά του. Έτσι και ο Λεωνίδας της ιστορίας μου υπηρετεί και υπερασπίζεται τη λογοτεχνία, το βιβλίο, τους ανθρώπους που τα υπηρετούν και τα αγαπούν. Κάποτε, κάποιος Λεωνίδας που είχε ένα ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο μού είχε εκμυστηρευτεί την επιθυμία του να παραδίδει βιβλία ακόμα και μέσα στη νύχτα, μόνος του με ένα μηχανάκι. Το όνειρό του το εκπλήρωσα με τον δικό μου τρόπο.
  • Θεολογία. Φιλική με τους πελάτες, πρόθυμη να καλύψει τις αναγνωστικές τους προσδοκίες. Είναι μόνο το ζεστό χαμόγελο που οι ξενύχτηδες βιβλιοφάγοι της πόλης της ανοίγουν την καρδιά τους στην υπάλληλο του βιβλιοπωλείου;
    Είναι πολλά πράγματα μαζί. Το όνομά της που ίσως παραπέμπει σε κάτι καλό, σίγουρα δεν βάζει σε υπόνοιες, καμιά δεν θα έπαιρνε το ψευδώνυμο «Θεολογία»…
    Ο χώρος που είναι επιβλητικός και θυμίζει κάτι από τα παλιά –το βιβλιοπωλείο είναι πολύ οικείο στους κατοίκους της πόλης έστω και σαν εικόνα μόνο–, η νύχτα, η ομίχλη που κάνει τον χρόνο να μοιάζει σταματημένος, άρα υπάρχει ακόμη περιθώριο. Το αλκοόλ που χαλαρώνει τις αντιστάσεις, είναι και όλες αυτές οι ιστορίες που υπάρχουν στριμωγμένες μέσα στις χιλιάδες σελίδες που ζωντανεύουν ένα βράδυ με ομίχλη.
  • «Δεν πιστεύω πως υπάρχουν χαζά βιβλία. Εννοώ… δεν υπάρχουν βιβλία που όλοι, μα όλοι, τα θεωρούν χαζά». Απάντηση της Θεολογίας στην κυρία που αναζητά ένα ανιαρό έως χαζό βιβλίο που θα την κάνει να αποκοιμηθεί από την ανία! Υιοθετείτε την άποψή της περί χαζών βιβλίων;
    Ασφαλώς και κανείς (μάλλον…) δεν ξύπνησε ένα πρωί και είπε «ας γράψω τώρα μια ανοησία». Η πρόθεση υποθέτω είναι πάντα καλή, το αποτέλεσμα εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες.
    Κάθε αναγνώστης «μεταβολίζει» διαφορετικά ένα βιβλίο. Η πλειοψηφία το κρίνει από την ιστορία που αφηγείται. Λιγότεροι από την ποιότητα της γραφής, ακόμα λιγότεροι από την ποιότητα της δομής. Η ανάγνωση βιβλίων μπορεί να σε εξελίξει και σαν αναγνώστρια/στη. Να επιζητήσεις κάποιο καλύτερο, να μην αρκεστείς σ’ αυτό. Η ανάγνωση είναι μια τέχνη που εξελίσσεται. Όπως ακριβώς και η γραφή.
  • Λέτε το μυθιστόρημά σας να έριξε ήδη τον σπόρο για τη δημιουργία ενός βιβλιοπωλείου που θα διανυκτερεύει;
    Λέτε; Δεν νομίζω όμως… Είμαστε ένας λαός με μικρό αναγνωστικό κοινό που ολοένα και μειώνεται, ενώ αντιθέτως οι ώρες τηλεθέασης αυξάνονται. Τα πράγματα δεν είναι και πολύ καλά, δυστυχώς.
  • «Τα βιβλία είναι γιατρικά της ψυχής», «Ρομαντικός βιβλιοπώλης που φυλάει λογοτεχνικές Θερμοπύλες», «αθεράπευτα βιβλιομανείς», «εραστές της λογοτεχνίας», «Ένας Λευκός Πύργος των βιβλιόφιλων». Είναι μόνο μερικές από τις ατάκες της έκδοσης που θα μπορούσαν να αποτελέσουν, και, ιδέες για τίτλους βιβλίων. Όλες μαζί ή καθεμία ξεχωριστά πρεσβεύουν αυτό που εσείς πιστεύετε για το βιβλίο;
    Προτιμώ να χρησιμοποιώ τη λέξη λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είναι ένα ατέλειωτο ταξίδι του μυαλού και της καρδιάς, σε γεμίζει σκέψεις, συναισθήματα, γνώσεις, κατανόηση και αγάπη για τους άλλους ανθρώπους.
  • Είπατε πως το μυθιστόρημα αυτό είναι το πιο αγαπημένο από τα βιβλία σας. Φαντάζομαι οι τίτλοι σε εισαγωγικά της προηγούμενης ερώτησης δίνουν την απάντηση στο γιατί. Σίγουρα, υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Θέλετε να τους μοιραστείτε με τους φίλους του Vivlio-life;
    Ακριβώς όπως το γράψατε. Γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να γράψω για όλα αυτά που αγαπώ. Τη λογοτεχνία και τα βιβλία, τους πεζογράφους, ποιητές και αναγνώστες και την επίδραση που έχουν όλα αυτά στον άνθρωπο.
  • «Η ανάγνωση τελικά είναι αγρύπνια. Όπως και η συγγραφή άλλωστε…». Δικά σας λόγια… Από ποια ηλικία θυμάστε τον εαυτό σας να ξενυχτά μ’ ένα βιβλίο ή ένα μολύβι στο χέρι;
    «Η ανάγνωση είναι αγρύπνια» δεν είναι δικά μου λόγια∙ μου το έγραψε το 2013 μια αναγνώστρια (νομίζω ήταν αναγνώστρια, αλλά δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομά της) στέλνοντας την άποψή της για το βιβλίο μου.
    Διαβάζω από πολύ μικρή. Στην εφηβεία διάβαζα κάτω από τα σκεπάσματα με τον φακό, γιατί ξενυχτούσα και έτσι δεν μπορούσα να ξυπνήσω το πρωί για το σχολείο. Μου είναι αδύνατον να κοιμηθώ αν δεν διαβάσω πρώτα, ακόμα κι αν ξαπλώσω στις πέντε το πρωί. Τώρα που είμαι συνταξιούχος δεν γράφω πια νύχτα, έχω ολόκληρη τη μέρα στη διάθεσή μου. Όμως όταν εργαζόμουν, πολλές φορές ξυπνούσα στις τέσσερις ή στις πέντε για να γράψω και να προλάβω τη μέρα. Ξεκίνησα να γράφω μεγάλη, όταν ένιωσα ότι είχα γεμίσει εμπειρίες, είχα βιώσει πολλά πράγματα και είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου.
    Η λογοτεχνία για μένα είναι ΕΥΤΥΧΙΑ. Πρωτίστως σαν αναγνώστρια, δευτερευόντως σαν συγγραφέας.

Λίγα λόγια για το βιβλίο
«Η ανάγνωση, όπως και η συγγραφή, τελικά είναι αγρύπνια» λέει της Θεολογίας ο βαθυστόχαστος ιδιοκτήτης του Φεγγαριού, βιβλιοπωλείου που διανυκτερεύει για να βρίσκουν εκεί καταφύγιο οι αθεράπευτα βιβλιομανείς, και την προσλαμβάνει.
Μια νύχτα που η πόλη δακρύζει από την πυκνή ομίχλη, το Φεγγάρι δέχεται κάθε είδους επισκέπτες: εραστές της λογοτεχνίας, προδομένες υπάρξεις, οικονομικούς και ερωτικούς μετανάστες, διανοούμενους και τύπους λαϊκούς, επιχειρηματίες και καλλιτέχνες, ορθολογιστές και ρομαντικούς, ακόμη και ήρωες του Σαίξπηρ.
Όλοι τους, μέσα στη ζεστασιά του Φεγγαριού, θα απλώσουν την προσωπική τους πραμάτεια, τις πληγές, τα όνειρα, τις χαρές και τις λύπες τους, αγωνίες, ελπίδες και δεδομένα και θα γεμίσουν τις ώρες της αγρύπνιας μέχρι ο ήλιος να λάμψει πάλι.
Παρ’ όλο τον σχεδιασμό και τις λεπτομερείς ετοιμασίες, το ξεκίνημα ενός καινούργιου βιβλίου –όπως και η αναχώρηση για ένα ταξίδι– ποτέ δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί και αγνοεί παντελώς πού θα την οδηγήσει, σε ποια ακτή ονείρων θα την ξεβράσει μισοπνιγμένη από τη συγκίνηση, σε πόσες βουνοκορφές θα την ανεβάσει για να αγναντέψει τις πεδιάδες των ιστοριών κάτω από τα πόδια της.

Βιογραφικό
Η Μαίρη Κόντζογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει εργαστεί σε μεγάλες ελληνικές εταιρείες, µε αντικείμενο πάντα την Επικοινωνία. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Το Μέλι το Θαλασσινό (2008), Περπάτα µε τον άγγελό σου (2009), την τριλογία «Οι μεσημβρινοί της ζωής» (2011) που αποτελείται από τα βιβλία Άγνωστη χώρα, Μεσονύκτιο, Μεσουράνηση, Χίλιες ζωές απόψε (2013), την τριλογία «Τα Παλιά Ασήμια» που αποτελείται από τα βιβλία Τα Παλιά Ασήμια (2014), Προσευχή για τα Παλιά Ασήμια (2015), Πέρα από τα Παλιά Ασήμια (2015), Οι Μαγεμένες (2017) και τη διλογία «Σκουριά και χρυσάφι» (2020) που αποτελείται από τα μέρη Νεγρεπόντε και Πόρτο Λεόνε καθώς και η συλλογή διηγημάτων Ώρες κοινής ανησυχίας (2021).