Εκδόσεις Εστία 2023 σελ. 213 Γράφει: Ο Κώστας Τραχανάς
Το μυθιστόρημα αυτό εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στα πλαίσια της «εκστρατείας της Ανατολής», όπως επικράτησε να λέγεται ο αντιπερισπασμός που επιχειρήθηκε από τους Γάλλους και τους συμμάχους τους στις πολεμικές επιχειρήσεις που διεξάγονταν στη βόρεια Ευρώπη.
Μετά την ήττα τους από τους Οθωμανούς στην Καλλίπολη, τα γαλλικά και αγγλικά στρατεύματα υπό τη διοίκηση του στρατηγού Σαράιγ αποβιβάζονται στις 5-10-1915 στη Θεσσαλονίκη, με τη σύμφωνη γνώμη του Ελευθέριου Βενιζέλου, με σκοπό να βοηθήσουν τη Σερβία που υφίσταται την εισβολή του αυστρογερμανικού και βουλγαρικού στρατού. Και ενώ Γάλλοι και Άγγλοι αποτυγχάνουν να προχωρήσουν προς υποστήριξη των Σέρβων, αυτοί αναγκάζονται από τους Βούλγαρους να υποχωρήσουν προς δυσμάς μέχρι το Δυρράχιο και από εκεί να φθάσουν στη Θεσσαλονίκη μέσω Κέρκυρας.


Έτσι κάπως, περί τα μέσα του 1916, η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε ένα περιχαρακωμένο στρατόπεδο με περισσότερους από 300.000 στρατιώτες εγκατεστημένους στην πόλη και στα περίχωρα (στα στρατόπεδα Ζέιτενλικ και Λεμπέτι).
Από κατοπινές ποικίλες αναμνήσεις και αφηγήσεις Γάλλων, Άγγλων, Ιταλών, Σέρβων, της Στρατιάς της Ανατολής, όλοι αναφέρονται στην πολυκοσμία του κέντρου της Θεσσαλονίκης και της Παραλίας, την ποικιλία των εμπορικών καταστημάτων της οδού Βενιζέλου, τη συνύπαρξη πολλών εθνοτήτων-τόσο μεταξύ των κατοίκων (Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι) όσο και των στρατιωτών (Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, στρατιώτες από την Ινδία, το Μαγκρέμπ, από γαλλικές αποικίες), τον θόρυβο, τη βρώμα και τη δυσοσμία της πόλης, που βρωμούσε φρικτά ιδρωτίλα και βαρβατήλα, τα άθλια σπίτια με τις εμετικές δυσωδίες, τη ζεστή ομίχλη, τον Βαρδάρη τον μαΐστρο της Θεσσαλονίκης που κατεβαίνει σαν θύελλα από τα άγρια Βαλκάνια, τους εκατοντάδες μιναρέδες, τον κόλπο με την παραλία του γεμάτη απ ΄όλα τα απόβλητα της πόλης, τα λασπώδη νερά του Θερμαϊκού κόλπου, την εκμετάλλευση των ξένων από τους Θεσσαλονικείς εμπόρους, τους δρόμους που είναι γεμάτοι λούστρους, τους ποικίλους ξεναγούς και μαστροπούς, τη διαδεδομένη πορνεία, τους λάγνους χορούς, τις χορεύτριες, τις εξωτικές ηδονές, τα πολυτελή καφενεία και ξενοδοχεία, τα καφέ σαντάν, τα κέντρα διασκεδάσεως κ.λ.π.


Οι σχέσεις με τις γυναίκες είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο στην ψυχολογία των στρατιωτών που πήγαν στα μέτωπα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το μοναδικό θεό που λατρεύει η στρατιά της Ανατολής, είναι ο έρωτας. Οι ποικίλες αφηγήσεις αναδεικνύουν τις φαντασιακές σχέσεις όπως προέκυψαν από τα στερεότυπα για την ομορφιά, την έλξη, το μυστήριο και τον αισθησιασμό των γυναικών της Ανατολής, που διαμόρφωσε η λογοτεχνία και η ζωγραφική της εποχής. Οι ερωτικές φαντασιώσεις αυτές προσγειώθηκαν ανώμαλα στην πραγματικότητα μόλις συνάντησαν τις γυναίκες στην Άνω Πόλη, τις συνοικίες και τα χωριά.
Ήταν ο πόλεμος, ο θάνατος που καραδοκούσε, η αβεβαιότητα του αύριο, η επώδυνη εξορία που, εξίσου με τις χονδροειδείς επιθυμίες, έσπρωχνε τους στερημένους από τρυφερότητα άνδρες προς τις γυναίκες και τις ταπεινές ιερόδουλες.


Εντύπωση επίσης προκάλεσε η ευκολία με την οποία εκδίδονταν οι γυναίκες στις πόλεις, η έκταση της οργανωμένης πορνείας στη Θεσσαλονίκη, τα ερωτικά σκάνδαλα, όπου έσπευσαν να έρθουν γυναίκες και από άλλα μέρη της Βαλκανικής και από τη Γαλλία (όλες οι τσούλες της Βαλκανικής μυριστήκαν τις μπόλικες λίρες των Άγγλων και τα φράγκα των Γάλλων και έγινε το έλα να δεις, παρατήσανε την μπουγάδα και το σφουγγαρόπανο, και χίμηξαν στη Θεσσαλονίκη και παράσταιναν τις κοκότες). Εντύπωση βέβαια προκαλούν οι αναφορές στη φθηνή πορνεία της περιοχής του Βαρδαρίου, που παρέμεινε θρυλική μέχρι τη δεκαετία του ΄60.
Διαβάζοντας αυτές τις αφηγήσεις και τα σχόλια για τη Θεσσαλονίκη όλων αυτών, διαπιστώνει κανείς ότι σε όλους πλανάται μια ιδέα για την ιδιαιτερότητα και μάλιστα τη μοναδικότητα του τόπου αυτού.
Το μυθιστόρημα του Φραππά πιστώνεται με οξυδερκέστατη απόδοση της κοινωνικής ατμόσφαιρας της Θεσσαλονίκης, διεισδυτικές γενικεύσεις των χαρακτήρων και φιλοσοφημένες σκέψεις για την ιστορία της πόλης, της Μακεδονίας και της ιστορικής περιόδου. Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται το 1916 στη Θεσσαλονίκη, κατά την περίοδο ανάπτυξης των στρατευμάτων της Αντάντ στην πόλη, αλλά και της κορύφωσης της αντιπαράθεσης μεταξύ βενιζελικών και μοναρχικών για το θέμα της συμμετοχής της χώρας στον πόλεμο.


Ο δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας Ζαν-Ζοζέ Φραππά, ακολουθώντας τη γαλλική Στρατιά της Ανατολής, φτάνει στρατιώτης στη Θεσσαλονίκη την κομβική χρονιά του 1916. Πιάνει τάχιστα τον σφυγμό της πόλης και γράφει εν θερμώ ένα γλαφυρό μυθιστόρημα φωτογραφίζοντας την πόλη, το κλίμα και τους ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί, ντόπιους και περαστικούς αλλοεθνείς. Ένα ανθρώπινο χαρμάνι σ’ ένα αποκλεισμένο λιμάνι, σε μια διχασμένη χώρα, στη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου.
Η μικρή αυτή ανατολίτικη ιστορία του νεαρού Ισμαήλ και της γλυκιάς Αϊσέ, ανήκει στη μεγάλη ιστορία του κόσμου, κατά τη διάρκεια των τραγικών χρόνων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Ζαν-Ζοζέ Φραππά κτίζει το προφίλ μιας φαμ φατάλ (της Αϊσέ), μεταφορικά ίσως της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας, που προσφέρονται σε όλους τους κατακτητές τους.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια χαριτωμένη και ολίγον προκλητική ιστορία της εποχής. Η συγκινητική αυτή ιστορία μοιάζει με μια από τις καταπληκτικές ιστορίες στις «Χίλιες και μια νύχτες» της Σεχραζάτ, της Χαλιμά και του Αλή Μπαμπά.
Σε αυτό το μυθιστόρημα ο συγγραφέας ζωγραφίζει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τους ανθρώπους και τα πράγματα που συγκροτούν αυτήν την τόσο ιδιαίτερη αλλά και τυπική μακεδονική Ανατολή.
Η παρουσία των διαφόρων τοποθεσιών στο μυθιστόρημα απεικονίζονται στις δεκάδες καρτ ποστάλ που συνοδεύουν το βιβλίο.
Η Αϊσέ, η εταίρα, ήταν τσιγγανοπούλα από το Γεντί Κουλέ, κόρη του έμπορου τηγανόψαρων της οδού Αγίου Νικολάου και ο βρωμερός λούστρος και κράχτης Ισμαήλ ήταν θετός γιος του Μωχάμεντ Οσμάν, ενός γέρου χαμάλη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Το κυρίως θέμα της ιστορίας που αναπτύσσει ο Φραππά είναι η επιθυμία ενός νεαρού λούστρου της πόλης να πλουτίσει και τα μέσα που μετέρχεται για να το πετύχει. Ο λούστρος αυτός είναι υιοθετημένος από έναν Τούρκο και αγνοεί την προέλευσή του. Προσπαθώντας να εντοπίσει σε ποια από τις τρεις θρησκείες της πόλης ανήκει , ο συγγραφέας, με εύστοχο τρόπο και με πολύ χιούμορ, συνδέει την επιθυμία του λούστρου για πρόοδο με τα χαρακτηριστικά των Εβραίων, απορρίπτοντας με βδελυγμία το ενδεχόμενο να ανήκει στον κόσμο του Ισλάμ.


Στην πορεία του λούστρου προς τον πλούτο ο Φραππά επιλέγει να ευτελίσει πολλές από τις αξίες του θρησκευτικού κόσμου στον οποίο μεγάλωσε ο ίδιος. Στο ανώριμο, απαίδευτο και απαλλαγμένο από ηθικές απαγορεύσεις μυαλό του ήρωά του, ούτε η πορνεία, ούτε το λαθρεμπόριο, ούτε η ρουφιανιά συνιστούν μεμπτές πράξεις. Άθελά του ίσως, ο συγγραφέας ιχνηλάτησε στον χαρακτήρα του ήρωά του, τον σύγχρονό του δυτικό αμοραλιστή που θέλει να πετύχει στη ζωή του.
Ο Φραππά προτιμάει με κάποιο λυρισμό να πλαισιώσει την ιστορία του με την ομορφιά των τοπίων, και με τη συγγραφική του δεξιοτεχνία να βάλει τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, να καταγράψει τις συνήθειες των κατοίκων της και να αναδείξει τα κοινωνικά θέματα και τις πολιτισμικές αντιθέσεις μιας πολιτείας που με τις τρεις διαφορετικές θρησκείες των κατοίκων αναγκάζεται να έχει τρεις αργίες την εβδομάδα.
Η αφετηρία της περιπέτειας του ήρωα του μυθιστορήματος Ισμαήλ προς την επιτυχία σημαδεύεται από την παρέμβαση της θεάς Αφροδίτης, η οποία, από θαυμασμό για τη σχέση του με την τσιγγανοπούλα Αϊσέ, της υπαγορεύει στο όνειρό της να τον προωθήσει σε βοηθό του Ααρόν, ενός εμπόρου που τη συντηρεί με το ευνόητο ερωτικό αντάλλαγμα. Από εκεί, με τη βοήθεια της αδελφής της Αϊσέ, που εργάζεται στον οίκο ανοχής του Ξενοδοχείου «Βιέννη» αναλαμβάνει «πωλητής» του οίκου πριν γίνει ανεξάρτητος μαστροπός-νταβατζής της ερωμένης του. Ακολουθεί μια μικρή ιστορία λαθρεμπορίου για λογαριασμό των εχθρών Βουλγάρων, γίνεται καταδότης της Γαλλικής ασφάλειας, η διασκεδαστική πορεία του για να μάθει την καταγωγή του μέχρι να πολιτογραφηθεί Εβραίος, η στροφή του προς το εμπόριο (γίνεται προμηθευτής του αγγλικού και γαλλικού στρατού) και η τελική καταξίωσή του πρώην λούστρου μπροστά στο ξενοδοχείο Σπλέντιτ και της εταίρας τσιγγανοπούλας Αϊσέ, στον εμπορικό κόσμο της Θεσσαλονίκης και της εβραϊκής ελίτ.


Δεν γνωρίζουμε αν η ιστορία του Ισμαήλ θα μπορούσε να συμβεί αλλού, σε άλλη χώρα, σε άλλη πόλη. Μπορεί. Αλλά φαίνεται τόσο εντυπωσιακά δεμένη με τη Θεσσαλονίκη, την ιστορία της και τις περιπέτειές της, τις συνήθειες και τα χαρακτηριστικά των κατοίκων της. Όσο οι μνήμες της ιστορίας και των μνημείων της διατηρούνται, το μυθιστόρημα αυτό δεν θα παλιώσει και θα συνεχίσει να μιλάει στο σήμερα λες και ήταν χθες…
Διαβάστε το.


Ο Ζαν-Ζοζέ Φραππά (Jean-Jose Frappa), συγγραφέας και δημοσιογράφος, γεννήθηκε το 1882 στο Παρίσι όπου και πέθανε το 1939. Εργάστηκε σε πολλά περιοδικά, προτού να καταλήξει αρχισυντάκτης στο Monde Illustre. Υπηρέτησε επί μακρόν στον γαλλικό στρατό κατά τον Α ? Παγκόσμιο Πόλεμο, εξού και παρασημοφορήθηκε, μεταξύ άλλων, με το παράσημο του ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής και τον Πολεμικό Σταυρό 1914-1918. Τον Οκτώβριο του 1915 στάλθηκε ως στρατιωτικός σύνδεσμος με τις ιταλικές υπηρεσίες στη Στρατιά της Ανατολής, στη Θεσσαλονίκη, υπό τις διαταγές του στρατηγού Σαράιγ. Υπό την ιδιότητά του αυτή συναντήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τον Σεπτέμβριο του 1916 αρρώστησε από ελονοσία και επέστρεψε στο Παρίσι. Επανήλθε στη Θεσσαλονίκη, αλλά αρρώστησε ξανά και αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει οριστικά τον Ιούνιο του 1917, δύο μήνες πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά. Κατά την επιστροφή του με το τραίνο φαίνεται ότι ολοκλήρωσε και το παρόν μυθιστόρημά του. Το 1921 εξέδωσε τις αναμνήσεις του από τον πόλεμο, και γενικότερα από τη Μακεδονία, με τίτλο «Μακεδονία, Αναμνήσεις ενός αξιωματικού συνδέσμου στην Ανατολή». Εξέδωσε επίσης άλλα μυθιστορήματα, καθώς και θεατρικά έργα και κινηματογραφικά σενάρια.