Γράφει ο Κώστας Τραχανάς


«Στις πολιτείες του βυθού δεν αναπνέουν, δεν τρώνε, δεν βουλιάζουν, δεν γελάνε/ Μόνο χαϊδεύονται, ρουφιούνται, τραγουδάνε και ρωτάνε: / «Γιατί άραγε όλοι αυτοί που έχουν κοιμηθεί, κομματιαστεί κι αγαπηθεί/ έχουν βλέμματα υγρά, τα χέρια πάντα ανοιχτά, σαν κάτι να ζητάνε;»


Ο Φρανς Κάφκα έγραφε κάποτε: «τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας». Πάντως αν το «Ψηφιακά όνειρα» του Νίκου Τσιπόκα δεν πέφτει σαν τσεκούρι ωστόσο σαν πετριά πέφτει στη λίμνη του μυαλού μας, την αναταράσσει και μας προκαλεί άπειρους και πολύτροπους κυματισμούς σκέψεων, στοχασμών, αναστοχασμών και συναισθημάτων, στο κέντρο των οποίων βρίσκουμε τον άνθρωπο ή μας παρακινούν να τον αναζητήσουμε. Καλό είναι υπερβαίνοντας τα ναρκισσιστικά μας σύνδρομα τις άγονες ομφαλοσκοπήσεις τις μάταιες επιδιώξεις να εγκαταλείψουμε τον «μεγαλοϊδεατισμό» μας και να σπεύσουμε να αναζητήσουμε τον άνθρωπο-συνάνθρωπο, συνοδοιπόρο για να λάβουμε το φως από τα μάτια του δίνοντας σ΄ αυτόν το δικό μας, προκειμένου από τη σύνθεση αυτή να προκύψει το φως της συναντίληψης, της σύμπραξης, της συνδημιουργίας σε χαλεπούς καιρούς, γιατί των άλλων ανθρώπων η μοίρα είναι και η δική μας, όπως σοφά επισημαίνει ο Τζον Ντιούι: «Ο άνθρωπος δεν είναι ακέραιος, δεν είναι νησί γι΄ αυτό μην τρέξεις ποτέ να ρωτήσεις για ποιον χτυπάει η καμπάνα, χτυπάει και για σένα».


Όπως τα λουλούδια και τα δέντρα δεν βγάζουν φύλλα και ανθούς, αλλά «σφίγγουν τα δόντια» να αμυνθούν, έτσι και των ανθρώπων οι καρδιές δεν αφήνουν τα αισθήματα και τα συναισθήματα να τις πλημμυρίσουν, να τις θερμάνουν. Γι΄ αυτό η ζωή μας στερεύει από φως, από αλήθεια, από όνειρα, από φιλία, από ανθρωπιά και βυθίζεται στην αποξένωση και στη μοναξιά…
Οι ιστορίες του Νίκου Τσιπόκα είναι λεπτοκεντημένες με τις πολύχρωμες κλωστές της λάμψης, της ευαισθησίας, της μνήμης και υμνούν τα μικρά-μεγάλα της ζωής. Αυτά τα μικρά αλλά γεμάτα φως τα μοιράζεται μαζί μας με την απτή του γνώση, τον λεπτό του συναισθηματισμό, τον λυρικό του ρομαντισμό και τη ζέση της ποιητικής του πνοής, δυσεύρετα υλικά που έχουν γίνει μέσα του η ζύμη με την οποία ξαναπλάθει τον αποκηρυγμένο λαϊκό μας πολιτισμό… τη χαμένη μας συλλογικότητα, τις χειροποίητες σελίδες ενός βιβλίου ζωής, που με την αγνωμοσύνη μας το πετάξαμε στις χωματερές του βιομηχανικού πολιτισμού.


«Τώρα κατάλαβα γιατί τρυπάς τις τσέπες μου και τις γεμίζεις άμμο,
να αφήνω τα σημάδια μου τις νύχτες που με χάνω
».
Μέσα από τις τριάντα ιστορίες της ποιητικής συλλογής θα γίνουμε συνοδοιπόροι με τους ήρωες και τις ηρωΐδες του Τσιπόκα:
Αυτός έστελνε ωραίες συνθέσεις λουλουδιών με μηνύματα-ποιήματα και αυτή πεισματικά αρνιόταν να πάρει τα λουλούδια τα επέστρεφε και αρνιόταν να διαβάσει και να νιώσει αυτά τα λόγια ρουμπίνια, το τσιγγανάκι που είπε τα κάλαντα στον επιχειρηματία των βορείων προαστίων και του ευχήθηκε μεγάλη τύχη και πράγματι του πήγε καλά η χρονιά και η επιμονή του επιχειρηματία να ακούσει κάθε χρόνο τα κάλαντα από Ρομά για να έχει καλή τύχη, το γεωγραφικό παζλ της Αργεντινής και το απραγματοποίητο ταξίδι του ερωτευμένου ζευγαριού, η δόλια απαλλαγή από τη στράτευση και η γνωριμία έξω από την στρατιωτική ψυχιατρική επιτροπή απαλλαγών με τους Μελέτη και Σιντ τους Ρομά αν και παντρεμένοι μέσα στην πυρηνική ανούσια λαίλαπα της μετριότητας σε κάθε ετήσια συνάντηση ανταμώνανε ερωτικά οι αιώνιοι εραστές, το κορίτσι-πρόσφυγας από την Μπουρκίνα Φάσα και η μάταια αναμονή για το δικό του χαμένο περιστέρι, στις φυλακές Ναυπλίου ο Στάθης με το σπουργίτι που το λέγανε Νόρα, η ματωμένη μαξιλαροθήκη με τις Pepsi και το θάρρος να ανοίγει όλες τις γαμημένες πόρτες με απίστευτο θράσος και ηρεμία, τα ατέλειωτα ταξίδια σε ενενήντα χώρες που του άφησαν μια ακαθόριστη σύγχυση στις αισθήσεις και ένα ανεξήγητο σύνδρομο, όλοι αυτοί που βλέπουν τα βράδια στον ουρανό τα διαστημόπλοια, η καντίνα της λαχαναγοράς που λειτουργούσε αυστηρά νύχτα, δώδεκα με πέντε το ξημέρωμα και η κατάρρευση του ιδιοκτήτη από την διαρκή αυπνία, ο βασιλιάς των πουλιών της ασφάλτου που ταξίδευε με 275 χιλιόμετρα την ώρα, η αμφεταμίνη στην πίτσα των Ζητάδων και οι σούζες τους στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας της Κηφισίας, η Δονούσα το νησί που δονείται συνέχεια από έρωτα τα καλοκαίρια και τον χειμώνα ο αέρας ξήλωνε τους ηλιακούς και μια καλοκαιρινή συγκλονιστική τραγωδία, ο Μάρκος ή Μαρκίας ο μοναδικός Έλληνας που πήγε με το όνειρο στην Αμερική και κατέληξε άστεγος στα στενάκια γύρω από τη Βένις μπιτς στο Λος Άντζελες και η Μαρία η Κνίτισσα, η αιώνια Ελληνίδα μάνα που φροντίζει να σκεπάζει το παιδί της να μην κρυώσει, ο καραγκιόζης και αναίσθητος υπαλληλάκος πίσω από το γκισέ του ταμείου που ταλαιπωρούσε την καταβεβλημένη γυναίκα που είχε κάνει αλλαγή φύλου, οι εκδηλώσεις λατρείας του συζύγου και η υπερβολική έκφραση πάθους για την σύζυγό του και οι επικοί τους καβγάδες, η ευγενική και καλοσυνάτη τραπεζική υπάλληλος που δεν άντεξε την πρόωρη συνταξιοδότηση και τη μοναξιά του σπιτιού και το γουνάκι της που σαπίζει στην άκρη του δρόμου όπως σαπίζει η ψυχή της, ο μεταπωλητής Αραπάκος και οι Νιγηριανοί τσαντάκηδες οι νομάδες του δρόμου, ο παράξενος τύπος με την τρέλα του, το τραγούδι του και τον ακομπλεξάριστο χορό του, η απίθανη συναρπαστική ζωή του κι όλες μαζί οι αναρίθμητες, υπέροχες αποτυχίες του, η μοναχική εβδομηντάρα και οι προσωπικοί της σύμβουλοι, η γκολάρα με κεφαλιά-ψαράκι και η βουτιά στο κενό, το ημερολόγιο με τα ερωτικά sms και e-mail που της είχε στείλει τους καλοκαιρινούς μήνες του έρωτά τους, ο Γιουνάν ο ξένος που έπαιζε φυσαρμόνικα, που τη μιλιά του έχασε, λωλάθηκε, του γύρισε ο αέρας το μυαλό του ξεχάστηκε, έμεινε για πάντα στην Εσαουίρα του Μαρόκου για την γλυκιά σαν ζάχαρη, Ζάχρα που αυτοπυρπολύθηκε…


«Μικρή μου κολυμβήτρια δεν θα χορέψουμε ποτέ μαζί ξανά,/ δεν θα τεντώσουμε στον ουρανό τα χέρια,/ κι αφού δεν μπόρεσες ακόμα να μου μάθεις στο νερό,/καλύτερα, καλύτερα, θα κολυμπάω στα αστέρια…»
Οι ζωές των μαύρων, των ρομά, των αστέγων, των προσφύγων, των απόκληρων, των μοναχικών, των βασανισμένων, των δημιουργών, των ερωτευμένων μετράνε…
Διαβάζοντας τον Νίκο Τσιπόκα ο αναγνώστης κατανοεί πως δεν υπάρχουν απλές ιστορίες, και πως η τέχνη είναι απαραίτητη στη ζωή.
Ο συγγραφέας- ποιητής ξέρει τόσα πολλά για το πώς να λες ιστορίες με μουσικό και εικονοκλαστικό τρόπο.
Ο συγγραφέας -μουσικός ανήκει στη γενιά που τελικά θα γυρίσει τον κόσμο ανάποδα!
Ο Νίκος Τσιπόκας μας καλεί να αγαπάμε αυτούς που τολμούν, που βλέπουν ψηφιακά όνειρα, που καβαλάνε ένα Ροσινάντε και ερωτεύονται τη ζωή.
Ένα από τα διακριτά χαρακτηριστικά του Τσιπόκα είναι το ιδιότυπο χιούμορ του. Άλλα εκφραστικά μέσα που ομορφαίνουν και ζωντανεύουν τον λόγο του είναι οι δραστικές του παρομοιώσεις και οι κινηματογραφικής ευκρίνειας εικόνες, όπου οι λεπτομέρειες της περιγραφής υποβάλλουν και τις στήνουν ολοζώντανες μπροστά μας.
Μια συλλογή διηγημάτων αψεγάδιαστης ομορφιάς που αιχμαλωτίζει τους αναγνώστες από την πρώτη γραμμή, χάρη στο συναισθηματικό του βάρος.
Τριάντα ιστορίες άγριας τρυφερότητας που σε καλούν να γίνεις μέρος τους.
Η γλώσσα είναι απλή και καθημερινή, αλλά το κείμενο δονείται. Υπάρχει δύναμη κι ένα επίπεδο έντασης στην αφήγηση που εμφανίζεται στη λογοτεχνία μόνο όταν διακυβεύεται πραγματικά.
Ο Νίκος Τσιπόκας επιλέγει τις λέξεις, τις λαξεύει, τις λαξεύει… με την σμίλη της ψυχής και του πνεύματός του, χτίζει με υπομονή, προσοχή και ευαισθησία τις ιστορίες του και τις ραίνει με την αυγινή δροσούλα της λογοτεχνικής του μαγείας και της μουσικής του παιδείας.
Ένα σπαρταριστικό, εκρηκτικό, συγκλονιστικό, φοβερό βιβλίο.
Ένα γλυκόπικρο βιβλίο αναμφισβήτητης γοητείας.
Τα «Ψηφιακά όνειρα» είναι από τα έργα εκείνα που επιφέρουν καίριο και καθοριστικό πλήγμα στον σκεπτικισμό και στην όποια απογοήτευση σχετικά με την ποιοτική στάθμη της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Πρόκειται για πραγματικό διαμάντι.
Διαβάστε το.


Ο Νίκος Τσιπόκας γεννήθηκε στο Ναύπλιο. Φοίτησε στο τμήμα Νομικής του Δ.Π.Θ. Έχει δημοσιεύσει τρεις συλλογές διηγημάτων και μία ποιητική συλλογή. Μέλος του μουσικού σχήματος ΑΝΙΜΑ. Κείμενά του έχουν μεταφερθεί στο θέατρο. Ασχολείται με τον κινηματογράφο, εγκαταστάσεις τέχνης και έχει συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ, εκθέσεις και biennale.